ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΑ ΓΡΑΦΗΜΑΤΑ

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΡΤΑΤΣΗΣ, Ερωφίλη



Για τις συνέπειες της πλεονεξίας

Ο ποιητής εννοεί πως η αχορταγιά του πλούτου, η υπερβολική του αξία και η πείνα της δόξας είναι χαρακτηριστικά στοιχεία του Κάτω Κόσμου. Θεωρεί πως από εκεί τους έχει στείλει κάποιος δαίμονας, για να διαταράξει και να καταστρέψει τη ζωή των ανθρώπων. Επομένως, η απληστία και η υπέρμετρη φιλοδοξία είναι υπεύθυνες για τα δεινά της ανθρώπινης ζωής.   

Η απληστία και η άμετρη φιλοδοξία ευθύνονται για τα περισσότερα δεινά των ανθρώπων. Οι πόλεμοι πραγματοποιούνται για τα συμφέροντα των δυνατών, όμως  πλήττουν τον φτωχό και αδύνατο λαό. Μάχες μπορούν να εμφανιστούν για εγωιστικούς λόγους, όπως είναι η αχορταγιά του πλούτου και η θέληση για παντοδυναμία, η εξουδετέρωση της δικαιοσύνης και της αγάπης, το νέφος που δημιουργεί η απληστία και τυφλώνει τους ανθρώπους απομακρύνοντας τους από συγγενείς και φίλους, οδηγώντας τους στη φιλαργυρία. Το μίσος των παιδιών απέναντι στους γονείς τους για ανυπόστατους λόγους, το μίσος των αδερφών απέναντι στα αδέρφια τους για ασήμαντα θέματα, καθώς επίσης και μεταξύ των φίλων για ανούσιους λόγους,

Β. Λ. 



ΕΜΜ. ΡΟΪΔΗΣ, Μονόλογος ευαίσθητου   


Πώς σκέφτεται η σύζυγος;

Μεγάλη ευτυχία είναι να έχει κάνεις πολύ ευαίσθητο σύζυγο, που φεύγει από το σπίτι, όταν αρρωσταίνω, νομίζοντας πως αυτό μου κάνει καλό. Αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να δείχνει αδιαφορία. Μα όλα εξηγούνται μετά τα χθεσινά που μου είπε η Φιλιώ, ότι τον είδε  με μια ‘’Γαλλίδα’’ στο λιμάνι. Όπως πάντα όμως δε θα πω τίποτα, όπως δεν είπα και για τον τζόγο, τότε που έχασε τη μισή του περιουσία. Εγώ έλπιζα ότι θα σταματήσει, άλλα μάταια. Τέλος, δεν είπα κάτι για τον ξυλοδαρμό που δέχτηκα. Σαν τώρα θυμάμαι που προσπαθούσα να καλύψω τα σημάδια στο σώμα μου.

Ε. Μ. 

Μεγάλη ευτυχία είναι να έχεις κάνεις πολύ ευαίσθητο άντρα. Με δέρνει κάθε μέρα, γιατί είναι τοξικομανής. Όλη την περιούσια του την ξοδεύει στα χαρτιά και στα ποτά, αλλά είναι άντρας μου, δεν μπορώ να του αντιμιλήσω, γιατί τον αγαπώ και γιατί είναι πολύ ευαίσθητος και φοβάμαι μην τον πονέσω ψυχολογικά. Η φιλενάδα μου μου είπε ότι ήταν με μια Γαλλίδα τις προάλλες που ήμουν άρρωστη, αλλά και πάλι το κάνει από την ευαισθησία του. Δεν μπορεί να πηγαίνει σε κηδείες  ούτε σε μονομαχίες, γιατί φοβάται μην πληρώσει τα αμαξιάτικα μονός του. Τα τελευταία χρόνια γυρνάει με άδειες τσέπες. Κάθε μέρα  βρίσκω ουσίες μέσα στο σπίτι και προσπαθώ να τις κρύψω, όταν έρχεται η αστυνομία στο σπίτι φέρνοντας τον άντρα μου ξυλοκοπημένο…

Ο. Β.






ΑΛΚΗ ΖΕΗ, Αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία



Συνεχίζοντας την ιστορία ...

Η Κωνσταντίνα όταν οι γονείς της χώρισαν δεν άντεξε πώς οικογένεια της διαλύθηκε και κατέφυγε στην Ελλάδα με τη γιαγιά της. Στεναχωρημένη τότε η Κωνσταντίνα νοσταλγούσε τα παιδικά της χρόνια στη Γερμανία. Από τη στεναχώρια της ξεκίνησε να κάνει παρέες με άτομα που έκαναν χρήση ουσιών με αποτέλεσμα να καταλήξει και η ίδια χρήστης.

Μετά από αρκετά χρόνια συνάντησε τον παιδικό της φίλο Διαγόρα και χάρηκε πολύ. Ο Διαγόρας βλέποντας τη φίλη του κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Τότε τη ρώτησε τι είχε και εκείνη του εξομολογήθηκε όλα όσα έγιναν από τη μέρα που ήρθε στην Ελλάδα. Ο Διαγόρας προσπάθησε να την βοηθήσει να σταματήσει την χρήση ουσιών.

Όταν ο Διαγόρας χρειάστηκε να λείψει από την Ελλάδα η Κωνσταντίνα ξανακύλησε στις ουσίες με αποτέλεσμα να χρωστάει πολλά λεφτά. Ο Διαγόρας όταν γύρισε στην Ελλάδα πίστευε πως φταίει αυτός που ξανακύλησε, επειδή την άφησε μόνη. Για να τη βοηθήσει δούλεψε και ξεχρέωσέ τα λεφτά που χρωστούσε η Κωνσταντίνα σε εμπόρους. Η Κωνσταντίνα ένιωσε μία ανακούφιση αλλά δεν κράτησε για πολύ. Η μητέρα του Διαγόρα αρρώστησε βαριά έτσι χρειάστηκε να επιστρέψει πίσω στη Γερμανία για να την βοηθήσει. Η Κωνσταντίνα έχοντας μείνει μόνη και εξαρτημένη από τις ουσίες κατέφυγε σε ένα νοσοκομείο.

Μόλις κατάλαβαν οι γιατροί πως ήταν χρήστης ουσιών, την έστειλαν σε ένα κέντρο αποτοξίνωσης. Η Κωνσταντίνα, έχοντας κάνει τις θεραπείες που έπρεπε, πλέον δεν χρειάζεται να ζει με αυτές τις ουσίες.

Όταν γύρισε ο Διαγόρας, χάρηκε που η Κωνσταντίνα ήταν πλέον καθαρή από τις ουσίες. Στο τέλος, ερωτεύτηκαν και έκαναν μια υπέροχη οικογένεια αφήνοντας πίσω όλα τα άσχημα.

Ρ.Γ.

Ο καιρός  πέρασε γρήγορα και οι αναμνήσεις από την πρώτη μου επαφή με το σχολείο  ήταν πλέον μακρινές.  Ο αρχικός μου φόβος και το άγχος είχαν εξαφανιστεί  και μια καθημερινή ρουτίνα είχε πλέον απλωθεί στη ζωή μου. Η καθημερινότητα  ήταν γεμάτη από μαθήματα, διάβασμα, εργασίες και διαγωνίσματα. Οι βόλτες με τους συμμαθητές και του φίλους - ακόμη και οι βόλτες της Παρασκευής με τον μπαμπά - είχαν πλέον περιοριστεί. Τώρα ένας μόνο στόχος υπήρχε στο μυαλό μου και αυτός ήταν να ξαναβρεθούμε με τον Διαγόρα. Τον Διαγόρα που ήμασταν συνέχεια μαζί, που από το δημοτικό και μέχρι τα δεκαπέντε μας ήταν για μένα ο καλύτερος μου φίλος. Λέω μέχρι τα δεκαπέντε μας γιατί ήταν τότε περίπου που ο Διαγόρας και η οικογένεια του έφυγαν από το Άαχεν και εγκαταστάθηκαν στην Αυστρία όπου οι γονείς του είχαν βρει μια καλύτερη δουλειά. Όταν αποχωριστήκαμε, με δάκρυα στα μάτια, ο Διαγόρας μου υποσχέθηκε ότι θα ξαναγυρίσει.

Θυμάμαι ότι δεν τον είχα πιστέψει και για πολλές μέρες ήμουν λυπημένη και θυμωμένη. Φανταστείτε την έκπληξη και τη χαρά μου όταν πριν από λίγους μήνες  έλαβα το μήνυμα του, που έλεγε ότι θα έρθει ως φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Άαχεν και μου ζητούσε να προσπαθήσω και εγώ για το ίδιο. Έτσι, από τότε δεν κάνω τίποτε άλλο από το να διαβάζω, περιμένοντας την στιγμή που μαζί με το Διαγόρα ως φοιτητές  θα ξανασυναντηθούμε και θα κυνηγήσουμε τα όνειρα μας.

Κ. Ν.





ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Πατέρα στο σπίτι


Διάλογος του κυρ-Ζάχου Ξεφαντούλη με τον Μανώλη Φλοεράκη


Κυρ-Ζάχος: Βλέπω, Μανώλη, ότι ο κουμπάρος τώρα τελευταία πηγαινοέρχεται πολύ συχνά στο σπίτι σου! Τι γίνεται; Μήπως συμβαίνει κάτι με τη γυναίκα σου πίσω από την πλάτη σου και δεν το ξέρεις; 

Μανώλης: Τι θέλεις να πεις, κυρ-Ζάχο; Υπονοείς κάτι; (ανασήκωσε το φρύδι του ως ένδειξη απορίας) 

Κυρ-Ζάχος: Ε, να, δεν καταλαβαίνεις; ακούγονται πολλά, ότι μπορεί η γυναίκα σου να έχει μια εξωσυζυγική σχέση με τον κουμπάρο σου! 

(Εκείνη την στιγμή θυμωμένος ο Μανώλης έσφιξε δυνατά τα χέρια του σε γροθιά, γιατί κατάλαβε πως ο κυρ-Ζάχος ήθελε να πει πως υπάρχει περίπτωση η γυναίκα του να τον απατάει) 

Μανώλης: Αποκλείεται! (είπε θυμωμένα ο Μανώλης) Με όλο τον σεβασμό, κυρ-Ζάχος, αλλά νομίζω πως κάνεις λάθος, γιατί η Γιαννούλα μου ποτέ της δε θα με απατούσε, επειδή ξέρω πόσο με αγαπάει και πόσο πιστή είναι!

Κυρ-Ζάχος: (ειρωνικά) Μην παίρνεις κι όρκο! Δεν βλέπεις τι γίνεται; Συνέχεια σπίτι σου είναι ο κουμπάρος και πάντα τυχαίνει να είναι μόνοι τους χωρίς εσένα. Δεν το θεωρείς ύποπτο; Η σημερινή εποχή έχει αλλάξει, όλα είναι πιθανά τώρα. 

Μανώλης: Όχι! Όχι! Όχι! Δεν σε πιστεύω, ξέρω πολύ καλά τη Γιαννούλα, δεν τέτοιος άνθρωπος (φώναξε ο Μανώλης). 

Κυρ-Ζάχος: Άκουσέ με, Μανώλη…..κοίταξε να ανοίξεις τα μάτια σου, πριν να είναι αργά. Πήγαινε σπίτι σου και βάλε μια τάξη! 

(Νευριασμένος, θλιμμένος και ντροπιασμένος, ο Μανώλης έφυγε αμέσως από το σπίτι του κυρ-Ζάχου, για να πάει να βρει τη σύζυγό του.)

Σ. Μ.


(Ο κυρ-Ζάχος και ο Μανώλης συναντιούνται τυχαία στο δρόμο.)

Κυρ-Ζάχος: Καλημέρα, ρε Μανώλη. Χάρηκα που σε συνάντησα εδώ, ήθελα να σου μιλήσω για ένα θέμα εδώ και αρκετό καιρό τώρα.

Μανώλης: Καλημέρα και σε εσένα, κυρ-Ζάχο. Για ποιο θέμα θες να μου πεις;

Κυρ-Ζάχος: Εδώ και πολύ καιρό, και εγώ και οι γειτόνισσες έχουμε προσέξει τον κουμπάρο σου να μπαινοβγαίνει στο σπίτι.

Μανώλης: Ναι, μου έχει πει η γυναίκα ότι φέρνει κάποια πράγματα στα παιδιά, για να χαρούν.

Κυρ-Ζάχος: Δε σου φαίνεται περίεργο πως έρχεται κάθε μέρα στο σπίτι; Μυρίζομαι απιστία στο σπιτικό σου.

Μανώλης: Λες ότι η Γιαννούλα με τον κουμπάρο κάνουν κάτι που δε θα έπρεπε;

Κυρ-Ζάχος: Εγώ απλώς υποθέτω, αλλά αρκετά άτομα αυτό πιστεύουν.

Μανώλης: Θα πάω αμέσως στο σπίτι και θα δει αυτή. Ευχαριστώ, ρε κυρ-Ζάχο, εσύ είσαι καλός άνθρωπος, όχι σαν τον κουμπάρο, που το μόνο που ξέρει είναι να έρχεται στο σπίτι μου και να γλυκοκοιτάζει τη γυναίκα μου. Όχι ότι κι εκείνη είναι καλύτερη που με κοροϊδεύει μες στα μάτια μου…

(Εκείνη τη στιγμή ο Μανώλης έφυγε οργισμένος προς το σπίτι.)

Κ. Ι.

 



ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΚΛΗΣ, Γιατί; 


ΕΝΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΦΙΝΑΛΕ


Ο στρατιώτης κοίταξε με τρόμο κι απελπισία τον πεσμένο κάτω στρατιώτη. Τι έκανε; Πώς μπόρεσε να τον πυροβολήσει; Στα χέρια του δεν υπήρχε όπλο. Κι εκείνος είχε κατέβει το λόφο για τον ίδιο λόγο. Για να πιει νερό και να ξαποστάσει για λίγο από τη μάχη. Θα είχε κι αυτός ίσως μια μητέρα, μια κοπέλα, έναν αδερφό που τον περίμενε. Ήταν άνθρωπος και αυτός, ένας άνθρωπος που μπορεί να μισούσε τον πόλεμο και περίμενε απλά να τελειώσει. Ένας άνθρωπος που αγαπούσε την ειρήνη, που δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν. Ένα τεράστιο «γιατί» τον κυρίεψε.

 Γιατί; Γιατί έπρεπε να τον πυροβολήσει; Έτρεμε καθώς έτρεχε μετανιωμένος προς το μέρος του. «Θεέ μου» σκέφτηκε «ας είναι ζωντανός». Ξαφνικά παρατήρησε πως ο στρατιώτης κουνιόταν και πήρε θάρρος. Ίσως υπήρχε ελπίδα. Έφτασε κοντά και τον πήρε στην αγκαλιά του. Κοίταξε γύρω του και είδε την πηγή με το νερό. Μετέφερε γρήγορα το στρατιώτη εκεί  κλαίγοντας και παρακαλώντας να είναι ακόμα ζωντανός. Του έπλυνε την πληγή, το πρόσωπο, του έβρεξε τα χείλη και προσπάθησε με όλη του τη σωματική και ψυχική δύναμη να τον «αναστήσει».  Και τα κατάφερε. Η πηγή που πριν από λίγο τους χώριζε, τώρα θα τους ένωνε.

Ο πόλεμος σταμάτησε και ο χρόνος βρήκε τους δυο στρατιώτες φίλους κι αγαπημένους. Δεν άφησαν ποτέ ο ένας τον άλλο. Ζούσαν σαν αδέρφια κι όταν παντρεύτηκαν και τα παιδιά τους έγιναν οι καλύτεροι φίλοι, με πρότυπο τους γονείς τους. Δεν σταμάτησαν να αγωνίζονται και να παλεύουν, με όποιο τρόπο μπορούσαν, για την ειρήνη.

Κ. Ν. 

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΦΟΝΙΑ

Ψυχολόγος: τι σκεφτόσουν πριν πυροβολήσεις;

Φονιάς: το έκανα από άμυνα, είχε θολώσει το μυαλό μου.

Ψυχολόγος: Πώς νιώθεις μετά από αυτό;

Φονιάς: σίγουρα τύψεις, αλλά φοβήθηκα μην πυροβολήσει κι εκείνος εμένα…

Ψυχολόγος: Τι θα άλλαζες από εκείνη την μέρα;

Φονιάς: Δε θα σήκωνα όπλο, δε θα ξαναπήγαινα για νερό … όλα αυτά δε θα είχαν συμβεί, αν …

Ψυχολόγος: Μήπως όλα γίνονται για κάποιο λόγο; Για να παίρνουμε μαθήματα ζωής;

Φονιάς: Πλέον το μόνο σίγουρο είναι πως έχω πάρει το μάθημα μου και πως θα σκέφτομαι τους τριγύρω μου…

 

ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΟ ΧΑΪΚΟΥ

Όταν η σκανδάλη του θανάτου πέρασε

Όλα ήταν αργά

Μα αν κοινά καταλάβαιναν πως έχουν

Όλα θα ήταν δυνατά

 

Το χώμα γέμισε με αίμα

Και δάκρυα πέσανε πολλά

Μα ο πόλεμος δεν σταμάτησε

Και συνέχισε ξανά




ΤΖΕΗΜ ΤΖΟΥΣ, Έβελιν

Η εσωτερική σύγκρουση της ηρωίδας

Τα επιχειρήματα της ηρωίδας υπέρ του να φύγει είναι ότι θα φτιάξει μια νέα ζωή στο Μπουένος Άιρες, ότι θα έχει έναν άνθρωπο πιστό μαζί της, που δεν θα της συμπεριφέρεται ο πατέρας της και επίσης θα ήταν ελεύθερη να κάνει τα πάντα.

Τα αντίθετα επιχειρήματα υπέρ του να μείνει η ηρωίδα ήταν ο φόβος για το άγνωστο, η υπόσχεση που είχε δώσει στην μανά της πριν πεθάνει και η θρησκευτική παιδεία, δηλαδή ότι δεν ήταν σωστό να αφήνεις την οικογένεια σου και να φεύγεις, να την παρατάς κοιτώντας το συμφέρον σου.

Για εμένα προσωπικά, στην θέση της Έβελιν θα ήταν δύσκολο να επιλέξω τι να κάνω μπροστά σε αυτό το δίλημμα. Αλλά παρόλα αυτά, εγώ θα επέλεγα να μείνω στο σπίτι, για να προσπαθήσω να τον κάνω να σταματήσει να πίνει και θα τον μάθαινα να συμπεριφέρεται όμορφα στα παιδιά του. Έτσι, μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να φύγω με τον Φρανκ που θα τον ήξερα και περισσότερο καιρό.


Για τη σχέση των δύο νέων

Η σχέση των δυο προσώπων του διηγήματος, της Έβελιν και του Φρανκ, ήταν πολύ ρομαντική. Τα δυο πρόσωπα ήταν ερωτευμένα. Αυτό φαίνεται από το ότι η Έβελιν ήθελε να τον ακολουθήσει στο Μπουένος Άιρες. Αλλά αυτή η γρήγορη απόφαση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.       

I. Σ. 



Το δίλημμα της Έβελιν

Το δίλημμα της ηρωίδας κορυφώνεται λίγο πριν τη μεγάλη στιγμή της αναχώρησης. Συγκεκριμένα, η σύγκρουση που κυριεύει την ηρωίδα είναι πως, οτιδήποτε και αν επιλέξει, θα έχει θετικές αλλά και αρνητικές επιπτώσεις οι οποίες θα την συντροφεύουν στο υπόλοιπο της ζωής της. Από τη μία πλευρά, εάν πραγματοποιήσει την φυγή από το Δουβλίνο, θα ορθοποδήσει και θα ξεκλειδώσει την ευκαιρία μίας νέα ζωής με τον αγαπημένο της, καθώς οι γύρω της θα δείχνουν τον σεβασμό τους σε αυτό το νέο ζεύγος. Από την άλλη πλευρά, το να μείνει στο σπίτι δείχνει την επιβολή της κοινωνίας, η οποία είναι πρωτίστως πατριαρχική, καθώς και τη θρησκευτική παιδεία της. Αρχικά, ο φόβος για το άγνωστο και ο απόηχος της κοινής γνώμης αποτελούν τις αρνητικά φορτισμένες ιδέες υπέρ της παραμονής στο σπίτι. Επιπλέον, η ηρωίδα φαίνεται να έχει αρκετές αναμνήσεις στο πατρικό της καθώς επίσης έχει παραμελήσει μία σημαντική υποχρέωση τα οποία με τη σειρά τους συμβάλλουν στο να μείνει. Τέλος, η υπομονή στις δυσκολίες του πατέρα της θα έχει θετικό αποτέλεσμα και συνηγορεί υπέρ της παραμονής της στο σπίτι.

Το σίγουρο για τη ζωή του ανθρώπου είναι πως σημαδεύεται από συνεχείς και διαφόρων ειδών αποφάσεις. Έτσι, είτε τα προβλήματα, τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει, είναι μικρά είτε είναι μεγάλα, ο άνθρωπος πάντοτε παίρνει αποφάσεις, τις οποίες άλλοτε αντιλαμβάνεται και άλλοτε όχι. Στο συγκεκριμένο δίλημμα υπάρχει περιορισμένος αριθμός επιλογών αντιμετώπισης. Μία αντιμετώπιση, την οποία θεωρώ λογική και σωστή, θα σήμαινε να επιδείξει υπομονή και επιμονή στο πρόβλημα του πατέρα καθώς και να τον αντιμετωπίσει με τη δύναμη της συμβουλής και της πρακτικής εξάσκησης. Επομένως, εάν βρισκόμουν στη θέση της Έβελιν, η απόφασή μου θα ήταν αντίθετη της φυγής και της εγκατάλειψης του προβλήματος, γνωρίζοντας πως κάποια στιγμή θα εκπλήρωνα την υπόσχεσή μου και θα κατάφερνα να κερδίσω τον σεβασμό των γύρω μου. Τελικά, οι αποφάσεις που παίρνουμε στη ζωή δε θα πρέπει να στηρίζονται μόνο στο δικό μας καλό, αλλά θα πρέπει να υπολογίζουν και το καλό της εκάστοτε κοινωνίας, είτε αυτό επιτυγχάνεται με δυσκολίες και συμβιβασμούς είτε με απλές πράξεις.

Β. Λ. 



ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ, Άντιγόνη


Η τραγικότητα της Ισμήνης μέσα από τις εσωτερικές της συγκρούσεις στον Πρόλογο

Στους στίχους 83-99 φαίνεται ότι η Ισμήνη καταλαβαίνει τι της λέει η Αντιγόνη, ότι έχει δίκιο και ότι, παρόλο που είναι δύσκολο να κατορθώσει αυτό που σκέφτεσαι, δε σημαίνει ότι δεν είναι σωστό. Για παράδειγμα, η Ισμήνη αναφέρει ότι η Αντιγόνη έχει θερμή καρδιά για μια ψυχρή υπόθεση, δηλαδή ότι αυτό που θέλει να κάνει είναι σωστό, αν και κατά τη γνώμη της ακατόρθωτο. Επίσης, την καθησυχάζει λέγοντας ότι δεν πρόκειται να πει σε κανέναν τι σκοπεύει να κάνει, ώστε να μην την σταματήσει κανείς. Δηλώνει με βεβαιότητα ότι η Αντιγόνη θα είναι αγαπημένη στους θεούς. Προς στο τέλος του Προλόγου, η Ισμήνη συνειδητοποίησε το τι θέλει να κάνει η Αντιγόνη – πράγμα που δείχνει την εσωτερική της σύγκρουση σχετικά με το αν θα τη βοηθούσε και αν αυτό που ήθελε να κάνει είναι σωστό. Τα παραπάνω αποτελούν την τραγικότητα της ηρωίδας, η οποία τελικά κατάλαβε ότι η Αντιγόνη έχει δίκιο.   

Ι. Κ.

Η Ισμήνη με τα τελευταία της λόγια που είπε δείχνει πως η αδερφή της Αντιγόνη έχει δίκαιο σε όλα αυτά που έλεγε. Λέει στην αδερφή της ότι το συγκεκριμένο μυστικό πρέπει να μείνει μεταξύ τους και να μην το μάθει κανένας άλλος. Επίσης την χαρακτηρίζει καλόψυχη για τη στάση που τηρεί σε μία τόσο σκληρή και δύσκολη κατάσταση.

Θ. Π.

Στην αρχή του προλόγου η Αντιγόνη παρουσιάζεται να προσπαθεί με κάθε τρόπο να παρακινήσει και να ανατρέψει τη γνώμη και τον τρόπο σκέψης της Ισμήνης. Ωστόσο, η προσπάθεια της Αντιγόνης αποτυχαίνει, καθώς η Ισμήνη βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και την κυριεύουν εσωτερικές συγκρούσεις. Συγκεκριμένα, η Ισμήνη παρουσιάζεται δειλή, γιατί φοβάται να σταθεί ενάντια του Κρέοντα λόγω των συνεπειών που θα ακολουθήσουν. Παρ’ όλα αυτά, συμφωνούσε κατά βάθος με την άποψη της αδερφής της να θάψουν τον Πολυνείκη προσφέροντάς του τις κατάλληλες σπονδές. Επομένως, η Ισμήνη παρουσιάζεται ως ένα τραγικό πρόσωπο στον Πρόλογο, καθώς θέλει να τιμήσει τον αδερφό της έτσι όπως τιμούν κάθε νεκρό, όμως οι έγνοιες και ο φόβος δεν την αφήνουν να εκπληρώσει την επιθυμία της.
 
Μ. Σ.


ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Ο ξεριζωμός μέσα από τα μάτια μου



Από το 1916 κι εξής πολλοί Πόντιοι σφαγιάστηκαν, βιάστηκαν, πέθαναν από την πείνα, εκτελέστηκαν και πολλοί άλλαξαν την πίστη τους. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε σκοπό να εξαφανίσει τον ποντιακό ελληνισμό με οποιοδήποτε τρόπο όπως με απαγχονισμούς, με της πορείες θανάτου, δηλαδή με τη μεταφορά των Ποντίων από το ένα μέρος της αυτοκρατορίας στο άλλο με την ψεύτικη υπόσχεση αναζήτησης ενός καλύτερου τόπου. Στις πορείες αυτές πολλοί Πόντιοι πέθαναν από το κρύο, την πείνα, την δίψα, γιατί δεν είχαν τίποτα μαζί τους. Πολλοί από τους Πόντιους έφυγαν σε άλλες χώρες και γλύτωσαν, άλλοι έμειναν στον τόπο τους και πέθαναν εκεί, κάτι που λαχταρούσαν οι Πόντιοι της ξενιτιάς.

Τα ήθη και τα έθιμα έχουν μείνει ίδια έως και σήμερα όπως οι χοροί, τα φαγητά, η γλώσσα που λίγοι ξέρουν και το καμάρι πως είναι Πόντιοι. Αυτό που δεν το ζούσαν έτσι οι Πόντιοι που ήρθαν τότε, στους οποίους οι Έλληνες φέρονταν σαν σε ξένους. Τους έβριζαν, δεν τους έδιναν φαγητό, τους έδιναν βάλτους αντί για χωράφια, κάτι παλιόσπιτα για να μείνουν και το κυριότερο δεν τους ενθάρρυναν να μιλούν τη γλώσσα τους.

Πολλοί Πόντιοι που δεν ήθελαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Τούρκων έφευγαν στα βουνά και γίνονταν αντάρτες, ενώ άλλοι πήγαιναν να πολεμήσουν εναντίον της πατρίδας τους.

Ένα περιστατικό είναι με μια ποδοσφαιρική ομάδα η οποία κρεμάστηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία λόγω της στολής που φορούσε, η οποία είχε ένα Π επάνω.

Αυτά και πλείστα άλλα γεγονότα όχι μόνο δεν πρέπει να ξεχαστούν, αλλά όλοι αυτοί οι ήρωες πρέπει να τιμώνται από εμάς.

Ε.Κ.

 


Οι Έλληνες Πόντιοι ξενιτεύτηκαν και  τα μέρη τους λεηλατήθηκαν από τους Νεότουρκους το 1914-1923. Πέρασαν κακουχίες, βασανιστήρια, πείνα και οι περισσότεροι πέθαναν σαν σκυλιά. Κάποιοι άλλοι που κατάφεραν να ζήσουν έγιναν πρόσφυγες σε άλλες περιοχές της Ελλάδας.

Όπου και να βρίσκονται δεν μπορούν να ξεχάσουν όλα όσα ζήσανε, γιατί από την μια μέρα στην άλλη χάσανε τα σπίτια τους και τα παιδιά τους, μόνο και μόνο επειδή ήταν Πόντιοι.

Οι μάρτυρες του Πόντου μας διηγούνται τα πάθη τους μέσα από την μουσική και τα μοιρολόγια τους. Όλες οι κακουχίες έχουν τυπωθεί στις μνήμες τους και τα γεγονότα μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Πέρασαν χρόνια από τότε που συνέβησαν όλα αυτά όμως δεν μπορεί να τα ξεχάσει κανείς από αυτούς που στερήθηκαν την πατρίδα τους, τις παραδόσεις τους και την διάλεκτό τους.

Σήμερα είναι λίγοι αυτοί που γνωρίζουν την ιστορία τους χάρη στους παππούδες τους. Αυτοί τιμούν τους προγόνους τους με τις παλιές τους παραδόσεις, αν και πιο λίγοι είναι αυτοί που ξέρουν να μιλάνε ποντιακά.

Μπορεί οι Έλληνες Πόντιοι να βασανιστήκαν εξαιτίας της καταγωγής τους, όμως δεν σταμάτησαν ποτέ να είναι περήφανοι για την πατρίδα τους και τα έθιμά τους και δεν έκαναν ποτέ πίσω ούτε αρνήθηκαν την ταυτότητά τους.

Πρέπει τα σημερινά παιδιά είτε Πόντιοι είτε όχι να ευαισθητοποιηθούν και να νιώσουν περήφανοι για όλους αυτούς τους ανθρώπους που πέθαναν σωματικά και ψυχικά.

 Α. Μ.

 


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις