ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΚΑΙ ΓΡΑΦΩ


ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ

 

     Ήταν μήνας Αύγουστος και η οικογένεια Άνταμς, που απαρτίζονταν από τους γονείς (τη Μορτίσια και τον Γκόμες) και τα δύο παιδιά τους - συγκεκριμένα ένα οκτάχρονο αγοράκι, τον Πάγκσλεϊ, και ένα δεκαεπτάχρονο κορίτσι, τη Γουένστεη, αποφάσισε να πάει για διακοπές στο εξοχικό τους σπίτι, που βρισκόταν σε ένα απομακρυσμένο χωρίο, μακριά από το ενοχλητικό και επιβλητικό Λονδίνο. Μόλις έφτασαν, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο μεγάλο ξύλινο σπίτι της κοντά στο δάσος του Νέβερμορ. Τα παιδιά κατενθουσιάστηκαν και άρχισαν να πηδάνε από τη χαρά τους, μόλις αντίκρισαν το σπίτι. Ο πατέρας τους έκανε έλεγχο, για να δει εάν είχαν πάρει μαζί τους όλα τα βασικά, ενώ η μητέρα τους τακτοποιούσε τα πράγματά τους μέσα στο σπίτι, που ήταν απομακρυσμένο από το χωριό αλλά και από την πόλη. Πολλοί έλεγαν ότι το σπίτι ήταν στοιχειωμένο και ότι ο παλιός ιδιοκτήτης του σπιτιού είχε πεθάνει λόγω μιας πολύ τρομακτικής εμπειρίας που είχε περάσει στο μεγάλο αυτό σπίτι. Τότε το σπίτι πωλήθηκε από την εγγονή του -που δεν ήθελε με τίποτα να κατοικήσει σε αυτό το καταραμένο, όπως έλεγε, για αυτήν σπίτι- στην οικογένεια Άνταμς, παρά τις προειδοποιήσεις του κόσμου. Επίσης, δίπλα στο σπίτι υπήρχε και ένα μικρό σπιτάκι, το οποίο επίσης χαρακτηρίζονταν ως στοιχειωμένο.

      Βράδιασε, λοιπόν, στο ξύλινο εξοχικό και η οικογένεια είχε κοιμηθεί ύστερα από πολλές ώρες κούρασης, τακτοποιώντας το σπίτι. Η  Γουένστεη ξύπνησε διότι διψούσε (μιας και δεν την έπιανε ο ύπνος). Κατέβηκε, λοιπόν, κάτω στην κουζίνα του σπιτιού και άνοιξε τη βρύση, για να πιει νερό. Έκλεισε το φως και ξαφνικά κάποιος χτύπησε τη μεγάλη πόρτα του σπιτιού.

       Η Γουένστεη ήταν ένα πολύ ώριμο  και γενναίο κορίτσι για την ηλικία της. Χωρίς φόβο και δισταγμό άνοιξε την πόρτα. Δεν ήταν κανείς και φαντάστηκε ότι ήταν το δυνατό αεράκι. Εκείνη τη στιγμή, κοίταξε απέναντι προς το μικρότερο σπιτάκι. Δείλιαζε, διότι γνώριζε τις φήμες αλλά το ένστικτό της την οδήγησε προς τα εκεί. Άνοιξε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα του σπιτιού, ενώ το τρίξιμο της πόρτας που άνοιγε ακούγονταν σε όλο το σπίτι, εφόσον ήταν άδειο. Το σπίτι ήταν σχεδόν κατεστραμμένο, σαν να έγινε σεισμός και να το είχε γκρεμίσει, ήταν γεμάτο σκόνη. Μπήκε μέσα και ανέβηκε τις σκάλες προσεκτικά. Όταν έφτασε στον επάνω όροφο, διέκρινε ένα δωμάτιο, μπήκε μέσα, αλλά δεν μπόρεσε να δει απολύτως τίποτα. Ξαφνικά, άκουσε βήματα από τον κάτω όροφο του σπιτιού. Το σπίτι ήταν εγκαταλελειμμένο και δεν υπήρχε κανείς. Ένιωσε ένα μούδιασμα και έτρεμε ολόκληρη από πάνω μέχρι κάτω, αλλά ήταν αποφασισμένη να ανακαλύψει τι υπήρχε στον κάτω όροφο. Κατέβηκε στον τελευταίο όροφο του σπιτιού και, μέσα στην πυκνή ομίχλη και το απέραντο σκοτάδι που επικρατούσε, διέκρινε μια σκιά που έμοιαζε με ανθρώπινη σιλουέτα. Διέκρινε ένα μαύρο καπέλο, κάτι κόκκινα μάτια -τα οποία λαμπύριζαν μέσα στο σκοτάδι- και έναν κατάμαυρο σκύλο δίπλα. Η κοπέλα χλόμιασε, έτρεμε και ξαφνικά έμεινε κάγκελο από τον φόβο, ενώ παράλληλα δεν μπορούσε να κουνήσει τα μέλη του σώματός της. Η σκιά γέλαγε, την πλησίασε και έγιναν ένα. Η κοπέλα έβγαλε μια δυνατή κραυγή.

       Η δυνατή φωνή της Γουένστεη ξύπνησε όλη την οικογένεια, ακόμη και τον αδερφό της. Οι γονείς της την σκουντούσαν, για να ξυπνήσει, και ο αδερφός της ανησυχούσε πολύ. Το κορίτσι δεν μπορούσε να ξυπνήσει, ενώ παραμιλούσε βγάζοντας συνεχώς κραυγές. Ο πατέρας της την πήρε στην αγκαλιά του και η μητέρα της μάζευε τα πράγματα του σπιτιού. Ήταν αποφασισμένοι να φύγουν, εφόσον δεν υπήρχε νοσοκομείο εκεί κοντά και ήταν αναγκασμένοι να γυρίσουν στην πόλη. Όταν έφτασε η οικογένειά της στο νοσοκομείο, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι είχε πάθει ένα τρομερό σοκ, πιθανόν στον ύπνο της, και λιποθύμησε. Επίσης, οι γιατροί έπειτα από εξετάσεις ανακοίνωσαν με λύπη στην οικογένειά της ότι είχε πέσει σε κώμα λόγω του φοβερού σοκ που είχε υποστεί.

     Ο γιατρός ανέφερε στην οικογένεια ότι κάτι παρόμοιο δεν τους είχε ξανασυμβεί, παρά μόνο πριν από δέκα χρόνια: ένας άνδρας που κατοικούσε σε ένα απομακρυσμένο σπίτι, κοντά στο Νέβερμορ, μακριά από την πόλη, και είχε πέσει επίσης σε κώμα, ύστερα από πέντε χρόνια δυστυχώς πέθανε.

Κ. Κ.






ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Ξύπνησα σε ένα διαστημόπλοιο. Έφτασα σε έναν πλανήτη πολύχρωμο και αφού κατέβηκα είδα κάτι να με πλησιάζει. Όταν έφτασαν κοντά μου, είδα κάτι ανθρώπους πολύχρωμους, είχαν τα μάτια τους στα χέρια, είχαν ανάποδα το κεφάλι και πέντε πόδια χωρίς δάχτυλα. Εκείνη τη στιγμή τρόμαξα και άρχισα να τρέχω προς το διαστημόπλοιο. Εκείνοι με πρόλαβαν και με έκαναν να νιώσω άνετα. Αφού με πήγαν στις καλύβες τους, κατάλαβα πως αναπνέω χωρίς τη στολή. Αφού έβγαλα τη στολή, με πήγαν σε ένα μέρος παράξενο με φωτιά από κάτω. Από ό,τι είχα καταλάβει, ήταν ηφαίστειο όπου έκαναν θυσίες. Τρόμαξα, αλλά ηρέμησα. Νόμιζα πως θα με έκαναν θυσία, αλλά μου έδειξαν τον θεό τους. Ο θεός τους ήταν τεράστιο άγαλμα με ένα μάτι, με τέσσερα τεράστια πόδια και ανάποδα το κεφάλι. Παραξενεμένος, είδα ότι τον άκουγαν όλοι οι παριστάμενοι άνθρωποι. Ενώ χαιρόμουν με αυτή τη διαδικασία, όταν ξύπνησα, ήμουν στεναχωρημένη.

Κ. Ε.



ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ

Πριν λίγο καιρό εγώ και η παρέα μου ζήσαμε μια εξωπραγματική εμπειρία που θα μας μείνει πάντα χαραγμένη στην καρδιά μας… Eπισκεφτήκαμε τη Σελήνη. Μετά από μεγάλη προετοιμασία για αυτήν την εμπειρία επιτέλους φτάσαμε. Μόλις κατεβήκαμε, είδαμε ένα γκρίζο τοπίο. Πατήσαμε σε ένα έδαφος σκεπασμένο με χώμα, σε κάθε βήμα μας τιναζόμασταν, σαν να πατούσαμε πάνω σε ελατήρια. Αυτό μας έκανε να νιώθουμε περίεργα, όμως δεν ήταν εμπόδιο και όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο διασκεδαστικό. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά πράγματα που είδαμε εκεί ήταν τα βαθουλώματα που υπήρχαν σε διάφορα μεγέθη. Στη συνέχεια, κάναμε έναν περίπατο, για να εξερευνήσουμε όσο περισσότερο μπορούσαμε και τον υπόλοιπο χώρο. Παντού ερημιά, ούτε νερό. Η μόνη ζωντανή ύπαρξη ήμασταν εμείς μαζί με τα μέλη της αποστολής. Πήραμε από την επιφάνεια διάφορα εντυπωσιακά στοιχεία και φυσικά δεν έλειψαν οι αμέτρητες φωτογραφίες που βγάλαμε, όμως αυτό το ταξίδι έπρεπε κάποτε να τελειώσει. Έτσι, ύστερα από κάποιες ώρες, είχαμε βγει από την τροχιά της Σελήνης και με δάκρυα στα μάτια, από συγκίνηση γι’ αυτήν την αποστολή, φύγαμε με την καρδιά μας γεμάτη εμπειρίες.

Τ. Β.






ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΠΑΡΑΛΙΑ

Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα άλογο που λάτρευε να τρίβεται στην άμμο της παραλίας και να τσαλαβουτά μέσα στη θάλασσα. Το όνειρό του ήταν να βρίσκεται σε μια παράλια χωρίς γνωστό και άγνωστο, αλλά ο ιδιοκτήτης είχε άλλα σχεδία για το άλογο. Το καλόθρεφε  και το φρόντιζε, αλλά μια τραγική ημέρα ο ιδιοκτήτης και το άλογο πήγαν να αναζητήσουν αυτήν την παράλια. Τη βρήκαν, αλλά ήταν γεμάτη μυτερές πέτρες. Ο ιδιοκτήτης δεν πήγε, γιατί φοβήθηκε το άλογο, όμως από τη χαρά του πήδηξε να περάσει την άμμο … αλλά άμμος δεν υπήρχε και σκοτώθηκε με τραγικό τρόπο και εκείνη η παράλια ονομάστηκε αιματηρή παραλία. 

Ο. Β.





Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ - ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ

Μια μέρα ξεκινήσαμε από τις Βρυξέλλες, για να ταξιδέψουμε με ένα μεγάλο καράβι στη θάλασσα των συναισθημάτων. Στην αρχή, ετοιμάσαμε τη βαλίτσα μας και μέσα βάλαμε ένα τραγούδι, όπου περιγράφαμε τους εαυτούς μας και τους στόχους μας: να μην κατηγορούμε εύκολα τους άλλους, να μην τσακωνόμαστε, να έχουμε αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια, για να είμαστε δυνατοί και αγαπημένοι.

Δ. Α.




ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΤΗΣ ΛΕΞΗΣ "ΚΟΣΜΟΣ"


Η Δέσποινα είναι τρίτη φορά που πηγαίνει στο Παρίσι. Είναι πλέον κοσμοπολίτισσα καθώς κάθε χρόνο πάει και ένα ταξίδι. Σε κάθε χώρα που επισκέπτεται συναντά κόσμιους ανθρώπους αλλά και αρκετούς από τον υπόκοσμο. Σε όλους ωστόσο φερόταν με κοσμικότητα. Αυτή είναι η κοσμοθεωρία της: Να είναι ευγενική και κοσμική ταυτόχρονα. Μας έφερε και αναμνηστικό από το Παρίσι, ένα υπέροχο κόσμημα από ένα κοσμηματοπωλείο του Παρισιού. Μας το έφερε σε μια χρυσή κοσμηματοθήκη και το επικόσμησε με μικρά διαμάντια. Πλέον όλοι τη φωνάζουμε «κοσμοκρατόρισσα».

Δ. Κ.




Ο Τζόναθαν και οι φίλοι του

Ήταν απόγευμα και είχα κανονίσει να βγω βόλτα  με τις φίλες μου. Εγώ ετοιμάστηκα, αποχαιρέτησα την μαμά μου και έφυγα, για να συναντήσω τις φίλες μου. Καθώς ξεκίνησα να πηγαίνω προς το μέρος όπου είχαμε κανονίσει, είδα να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα τεράστιο σκάφος  που ερχόταν προς  το μέρος μου. Τρομοκρατημένη, ξεκίνησα να πηγαίνω προς το σπίτι μου, για να νιώσω μεγαλύτερη ασφάλεια. Επιτάχυνα τον βηματισμό μου όμως, καθώς περπατούσα ένιωσα ένα χέρι να με ακουμπάει στον ώμο.

Γύρισα απότομα, για να δω ποιος είναι, και είδα κάτι που με τρόμαξε πάρα πολύ. Ήταν ένα μεγάλο, ψηλό, πράσινο ον με πολύ περίεργα αυτιά. Έμοιαζε με άνθρωπο, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι ήταν. Σοκαρισμένη ούρλιαζα και, όπως πήγα να φύγω, μου είπε να μην τον φοβάμαι και πως δεν θα μου έκανε κακό.  Τον ρώτησα ποιος είναι και από πού έρχεται και μου λέει πως τον λένε Τζόναθαν και ότι επισκέπτεται πολύ συχνά τη Γη με τους φίλους του. Είχα εκπλαγεί με αυτά που μου έλεγε, αλλά από την άλλη φαινόταν πολύ καλός και έδειχνε πως δεν θα με έβλαπτε. Μου είπε πώς το σκάφος του χάλασε και ότι, αν δεν καταφέρει να το επισκευάσει, δε θα μπορέσει να ξαναγυρίσει στο σπίτι του. Τον ρώτησα πού μένει και μου είπε ότι μένει στο φεγγάρι με την οικογένεια και όλους τους φίλους του. Προσπάθησα να τον βοηθήσω να επιδιορθώσει το σκάφος του, για να γυρίσει σπίτι του.

Ύστερα από πολλές ώρες, καταφέραμε να επισκευάσουμε το σκάφος του. Μου είπε «χίλια ευχαριστώ» και ότι θα με ξαναεπισκεφτεί. Μου ζήτησε να ανέβω στο σκάφος του και να με πάει μία βόλτα, για να γνωρίσω την οικογένεια και τους φίλους του. Εγώ δέχτηκα και, όταν μπήκα μέσα στο σκάφος του,  έπαθα σοκ . Ήταν τόσο όμορφο και τόσο μεγάλο, που είχε τα πάντα μέσα!  Στον  δρόμο για το φεγγάρι, απολάμβανα τη θέα και τα αστέρια, γιατί είχε πλέον βραδιάσει. 

Όταν φτάσαμε στο φεγγάρι, όλοι οι φίλοι του του έδωσαν μία σφιχτή αγκαλιά και, μόλις ο Τζόναθαν τους εξήγησε όλα αυτά που έγιναν, με ευχαρίστησαν με όλη τους την καρδιά, που κατάφερα και επισκεύασα  το σκάφος τους. Τους αποχαιρέτησα όλους και ζήτησα από τον Τζόναθαν να με γυρίσει σπίτι, γιατί οι γονείς μου θα έχουν ανησυχήσει.

Έτσι όπως είμαστε στον δρόμο για το σπίτι μου, ακούω έναν πολύ παράξενο και δυνατό ήχο που κάτι μου θύμιζε. Ξαφνικά χάνονται όλα και καταλαβαίνω ότι αυτός ο ήχος ήταν το ξυπνητήρι μου και ότι έπρεπε να σηκωθώ, για να πάω στο σχολείο. Ήμουν πολύ στεναχωρημένη, γιατί όλο αυτό που έζησα ήταν ένα όνειρο και δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω τον Τζόναθαν και τους φίλους του.

Ο. Ν.



ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ 

Το δωμάτιο των ονείρων μου βρίσκεται σε ένα ψηλό σημείο στην αριστερή πλευρά του ανακτόρου του Μπάκιγχαμ. Υπάρχει από την πρώτη μέρα που κτίστηκε το ανάκτορο το 1849, ωστόσο, έχει υποστεί αρκετές αναπαλαιώσεις, οι οποίες όμως δεν επηρέασαν το αναγεννησιακό του στιλ και την διακόσμησή του. Έχει σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, με μεγάλες διαστάσεις και πολύ έντονο διάκοσμο, στον οποίο κυριαρχούν τα χρώματα κόκκινο και χρυσό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ανάγλυφα στοιχεία στους τοίχους τα οποία διατηρούνται εδώ και αιώνες. Πρόκειται για ένα δωμάτιο που γεμίζει φως καθώς υπάρχουν παράθυρα στις δυο από τις τέσσερεις, τα οποία καλύπτονται από μακριές κόκκινες κουρτίνες. Απέναντι από την είσοδο είναι τοποθετημένο ένα μεγάλο κρεβάτι και δίπλα του βρίσκεται ένα πορτρέτο. Στην άλλη άκρη του δωματίου υπάρχει ένα ξύλινο γραφείο και μια πολυθρόνα. Πάνω από το δωμάτιο κρέμεται ένας πολυέλαιος ο οποίος φωτίζει το δωμάτιο όταν δεν υπάρχει αρκετό φως. Τέλος, υπάρχει ένα μπαλκόνι το οποίο έχει θέα σε όλο το παλάτι και μπορείς να δεις πολύ μακριά.

Λ. Χ. 



ΣΤΗΝ ΑΕΡΟΥΠΟΛΗ

Ταξίδευα τρείς ώρες και τελικά έφτασα στον προορισμό μου. Δεν ήξερα πού βρισκόμουν, αλλά η θέα από το διαστημόπλοιο ήταν φανταστική. Μπορούσες από το τζάμι του διαστημοπλοίου να δεις πολλούς πλανήτες να μετακινούνται με αργό ρυθμό και να συγκρούονται μεταξύ τους.

  Ξαφνικά λίγο πιο πέρα από το διαστημόπλοιο είδα κάτι εκθαμβωτικό: μια θαυμάσια πολιτεία. Όπως έμαθα αργότερα, λεγόταν «Αερούπολη». Ήταν χτισμένη πάνω σε ένα τεράστιο βράχο. Η πολιτεία ήταν πολύ παράξενη και δεν έμοιαζε καθόλου με τις μεγαλουπόλεις της γης, αντιθέτως αυτή η πόλη ήταν σαν ψεύτικη και αληθινή ταυτόχρονα. Οι άνθρωποι αυτής τη πόλης ήταν αρκετά φιλόξενοι, καθώς έσπευσαν αμέσως να με βοηθήσουν. Τα σπίτια ήταν πελώρια και στην οροφή τους είχαν κάτι τεράστιες κεραίες.

  Τόσο το περιβάλλον όσο και οι άνθρωποι με έκαναν να κάτσω για δύο χρόνια, αν και ήθελα ακόμη περισσότερο. Περνούσα υπέροχα γιατί είχα βρει φίλους και σπίτι, για να μένω. Στην «Αερούπολη» γνώρισα παράξενους ανθρώπους. Ο καθένας είχε να σου πει κάτι πρωτόγνωρο. Επίσης, ο καθένας είχε το δικό του ξεχωριστό χάρισμα και μπορούσες μαζί τους να περνάς ξέγνοιαστα και χαρούμενα.

Η χαρά μου όμως δεν κράτησε για πολύ, γιατί μόλις γύρισα στη γη είδα κάτι απίστευτο. Είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια. Όλοι οι φίλοι και η οικογένεια μου είχαν μεγαλώσει, ενώ εγώ είχα μείνει νιάτο. Στην αρχή στεναχωρήθηκα, γιατί συνειδητοποίησα  πως είχα χάσει πέντε χρόνια από τη ζωή μας. Ωστόσο, μετά από λίγες ημέρες, με την αγάπη των δικών μου, κατάλαβα πως έχουμε πολλά ακόμα να ζήσουμε.


Δ. Κ.



Αν ήμουν ελεύθερος

Κάποτε στα τέλη του 1980 ζούσε ένα αγόρι σε μια μακρινή πόλη της Αμερικής. Τον έλεγαν Ρόμπερτ. Ο Ρόμπερτ στην παιδική του ηλικία βίωνε καθημερινά μπούλινγκ από τα παιδιά στο σχολείο. Όταν έβγαινε έξω για βόλτα, δεχόταν άσχημα σχόλια και όλοι τον κοιτούσαν περίεργα. Αυτό το πράγμα τον στεναχωρούσε πάρα πολύ, γιατί νόμιζε ότι κάτι έχει πάνω του, και έτσι έφτανε σε σημείο να μισεί τον εαυτό του. Οι γονείς του, όταν το έμαθαν αυτό, προσπάθησαν να κάνουν τα πάντα, για να ξανανιώσει όμορφα με τον εαυτό του, θέλοντας να μην επηρεάζεται από τις γνώμες των άλλων.

Ένα από τα αυτά τα περιστατικά είναι το εξής: Κάποτε οι γονείς του Ρόμπερτ δέχτηκαν ένα απρόοπτο τηλεφώνημα από το σχολείο και τους είπαν ότι ο Ρόμπερτ έπεσε θύμα ξυλοδαρμού και πως είχε χτυπήσει στο κεφάλι του. Όταν έφτασαν οι γονείς του στο σχολείο, είδαν το παιδί τους γεμάτο αίματα και έφυγαν κατευθείαν στο νοσοκομείο. Την άλλη μέρα, που ο Ρόμπερτ ξαναπήγε σχολείο, ντρεπόταν πάρα πολύ και δεν ήθελε να τον ξαναδεί κανένας.

Ύστερα από όλα αυτά που έζησε στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία του, αποφάσισε, όταν θα ηταν πια μεγάλος, να βάψει όλο του το σώμα με άσπρη μπογιά και να βγει έξω για να δει πώς θα αντιδράσουν οι άνθρωποι που θα τον έβλεπαν άσπρο. Έτσι, βγήκε τη βόλτα του, στάθηκε δίπλα σε έναν τοίχο και έβλεπε πώς αντιδρούν οι άνθρωποι. Καθώς περνούσε η ώρα, παρατηρούσε ότι οι άνθρωποι δεν τον κοιτούσαν περίεργα και άρχισε σιγά-σιγά να νιώθει ελεύθερος, αισθανόταν χαρούμενος, ίδιος με όλους. Όμως ήξερε ότι αυτό που έκανε το έκανε, για να δει πώς είναι να αισθάνεσαι ελεύθερος.

Όταν γύρισε στο σπίτι μετά τη βόλτα, ένιωσε πάλι όμορφα για τον εαυτό του. Με τον καιρό, έβγαινε έξω, χωρίς να βάφεται. Σταδιακά αποκτούσε την ελευθερία του και ένιωθε ευτυχισμένος. Ύστερα από δυο χρόνια, αποφάσισε να γράψει ένα βιβλίο για τον ρατσισμό δίνοντας στην κοινωνία το μήνυμα πως όλοι είμαστε ίσοι και πρέπει να νιώθουμε άνετα με τον εαυτό μας, γιατί δεν είναι σωστό να ξεχωρίζουμε κανέναν λόγω του χρώματος του.  

Ι. Σ.



Οι δύο αδερφές

Κάποτε στην Ιαπωνία ζούσαν δύο κορίτσια, δύο αδερφές, η Τζίνα, που ηταν 10 ετών, και η Λι, που ηταν 8.Τα κορίτσια ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια, αλλά παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά είχαν θέληση και αγάπη για τη ζωή.

Τα κορίτσια -για καλή τους τύχη- δεν είχαν μεγάλη διάφορα ηλικίας, οπότε μπορούσαν να περάσουν εύκολα τον χρόνο τους μαζί παίζοντας ή κάνοντας διάφορες δραστηριότητες. Το σπίτι όπου ζούσαν έμοιαζε πολύ με τσαντίρι, ο πατέρας τους δούλευε σκληρά πρωί-βράδυ, για να τους προσφέρει τα απαραίτητα, ώστε να μπορούν να ζουν. Όμως μερικές φορές δεν τα κατάφερνε, με αποτέλεσμα να έχει ζητήσει τόσες φορές δανεικά, που δεν μπορούσε να τα ξεχρεώσει.

H μητέρα της οικογένειας ήταν άτυχη, διότι είχε χρόνια προβλήματα με τα πόδια της, δεν μπορούσε να βρει πουθενά δουλειά στην οποία να είναι σε θέση να μπορεί να ανταπεξέλθει και δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει τις κατάλληλες φυσικοθεραπείες.

Τα παιδιά πολλές φορές έκαναν παράπονα στους γονείς τους, διότι έβλεπαν της συμμαθήτριές τους να πηγαίνουν σε διάφορα αθλήματα, άλλες στο μπάσκετ, άλλες στο βόλεϊ και άλλες στο μπαλέτο, με αποτέλεσμα να ζηλεύουν. Για καλή τύχη της οικογένειας είχε γίνει γνωστό στο σχολείο των παιδιών ότι ήταν φτωχοί και ο διευθυντής του σχολίου έφτιαξε μια κούτα. Εκεί έβαζαν όλοι οι μαθητές καθημερινά χρήματα, όσα μπορούσε ο καθένας. Άλλος έδινε 10$ την εβδομάδα και άλλος 2$.

Ύστερα από καιρό, όταν και οι δύο αδερφές γίναν ενήλικες, έφτιαξαν τη δικιά τους οικογένεια και ξεχρέωσαν όλα τα χρέη του πατέρα τους χάρη στη βοήθεια τον συζύγων τους. Τώρα ζουν μια πολύ ωραία ζωή με τα παιδιά και τους μισθούς που παίρνουν κάθε μήνα, ώστε να συντηρούνται.

Θ. Π.


Τα μάτια της γάτας

Έμενα σε ένα εξοχικό μικρό, αλλά είχα τις καλύτερες αναμνήσεις εκεί. Ζούσα μαζί με τον πατέρα μου, τις δυο αδερφές μου και τη Λίλη. Η Λίλη ήταν μια γάτα που περνούσε συχνά έξω από την αυλή μας και την ταΐζαμε. Δεν ξέραμε αν ανήκει σε κάποιον, έτσι δεν σκεφτήκαμε το ενδεχόμενο της υιοθεσίας. Όσο περνούσαν οι μέρες, ερχόταν όλο και πιο συχνά στο σπίτι μας και αποφασίσαμε να την κρατήσουμε.

Μου θύμιζε πολύ τη μητέρα μου, την οποία χάσαμε σε μικρή ηλικία, πράγμα που μας σημάδεψε όλους. Μάθαμε όμως να ζούμε χωρίς αυτήν και τα καταφέρναμε, όπως μας είχε μάθει. Η Λίλη είχε τα μάτια της. Μου τη θύμιζε αρκετά και πολλές φορές την έπαιρνα στην αγκαλιά μου και της μιλούσα, σαν να ήταν η μητέρα μου. Έλεγα τα νέα μου, πώς περνάω στο σχολείο, πώς τα πάνε οι αδερφές μου, πώς περνάμε όλοι μαζί σαν οικογένεια, αν και ήμουν σίγουρη πως μας έβλεπε από εκεί ψηλά. Οι αδερφές μου με κορόιδευαν, όταν με έβλεπαν να της μιλάω.

Δεν είχα πει σε κανέναν πως νιώθω σαν να είναι η μαμά. Είχα αναφέρει δυο τρεις φορές πως τα μάτια της είναι ίδια με αυτά της γάτας, αλλά δε μου έδωσαν σημασία, μιας και αποφεύγουμε να μιλάμε για τη μαμά. Ο μπαμπάς την αγαπούσε πάρα πολύ και, όταν άκουγε για αυτήν, έπεφτε ψυχολογικά. Έτσι, συμφωνήσαμε πως θα ήταν καλύτερο να τη σκεφτόμαστε ο καθένας ξεχωριστά.

Δεν υποστήριζα ποτέ αυτό το σκεπτικό, πίστευα πως όλοι θα νιώθαμε καλύτερα, αν μιλούσαμε για αυτήν και λέγαμε μεταξύ μας τις σκέψεις μας. Είχαμε πάντα καλή σχέση, αλλά αποφεύγαμε γενικά τις πολλές κουβέντες, γιατί όλες κατέληγαν στη μαμά. Την είχαμε σαν κάτι απαγορευμένο, πράγμα που με στεναχωρούσε ιδιαίτερα. Το σεβόμουν όμως και δεν έλεγα τίποτα.

Μέχρι το βράδυ που την είδα στο όνειρό μου. Είχε τη Λίλη στα πόδια της και τη χάιδευε, ενώ καθόταν πάνω σε ένα μαξιλάρι, όπως συνήθιζε παλιά. Δεν ήξερε ότι την έβλεπα, ήταν σαν να βρίσκομαι σε ένα δωμάτιο γεμάτο κόσμο, αλλά κανείς δεν μπορούσε να με δει. Όσο τη χάιδευε, της τραγουδούσε χαμηλόφωνα τα νανουρίσματα που έλεγε και σε εμάς. Πήγα να τρέξω στην αγκαλιά της, αλλά κάτι με σταμάτησε και δεν μπόρεσα ποτέ να φτάσω σε αυτήν. Σαν ένας διάφανος τοίχος. Η μητέρα μου σήκωσε το κεφάλι της και με είδε. Τότε, χωρίς να μου δώσει σημασία, έσκυψε πάνω από τη Λίλη και της είπε: «Ήρθε η ώρα μικρή μου, κατέβα πάλι κάτω και κάνε την παρουσία μου αισθητή».

Τότε ήταν που κατάλαβα πως η Λίλη δεν είχε απλά τα μάτια της, αλλά ήταν η μαμά. Δεν άργησα να το πω στο οικογενειακό τραπέζι, όπου με έβγαλαν τρελή και φαντασιόπληκτη. Από εκείνο το βράδυ και μετά, δεν άφησα την Λίλη από τα μάτια μου.

Σ. Τ. 



Το χαμόγελο έκρυβε τα δόντια της

Το όνομα της γυναίκας είναι Ελευθερία Ιωάννου.

Η Ελευθερία γεννήθηκε με έναν πατέρα που είχε εθιστεί στον τζόγο και χτυπούσε τη μητέρα της, καθώς ήθελε αγόρι και όχι κορίτσι. 

Η Ελευθερία, όταν ήταν δώδεκα χρονών, βρήκε τη μητέρα της σχεδόν νεκρή. Μόλις έμαθε ότι η μητέρα της πέθανε, κοίταξε τον πατέρα της με ένα χαμόγελο που έκρυβε τα δόντια της, λες και ήταν κάτι σαν κούκλα. Ο πατέρας της δεν έδωσε σημασία, καθώς πίστευε ότι ήταν η φαντασία του.

Λίγες μέρες πέρασαν και ο πατέρας της είχε ήδη βρει νέα γυναίκα. Μαζί κάνανε ένα αγοράκι και από τότε δεν έδωσαν σημασία στην Ελευθερία, αντιθέτως της κάνανε bulling, επειδή η μητέρα της πέθανε.

 Όταν η Ελευθερία έγινε δεκαεπτά χρονών, από την αγανάκτησή της, έγινε εκδικητική.

Η Αστυνομία ήρθε κάποτε στο σπίτι τους, αφού οι γείτονες παραπονέθηκαν για φωνές στο διπλανό διαμέρισμα. Μόλις έφτασαν, συνέλαβαν την Ελευθερία, αλλά την άφησαν ελεύθερη, καθώς ήταν  δεκαεπτά χρονών. 

Χ. Π. 




       


Δε θα χαθούμε ποτέ!

Οι φίλοι που παρουσιάζονται στην εικόνα είναι ο Μιχάλης και ο Γιώργος. Αυτοί οι άνδρες είναι παιδικοί φίλοι που χωρίστηκαν για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά μετά ξαναβρέθηκαν. Θα σας αφηγηθώ τη ζωή του κάθε φίλου.
Ο Μιχάλης και ο Γιώργος γεννήθηκαν την ίδια χρονιά (1999). Ο Μιχάλης ζούσε με μια χήρα αλκοολική μητέρα, η οποία τον κακοποιούσε (αυτό οδήγησε τον Μιχάλη να είναι μοναχικό παιδί). Ο Γιώργος από την άλλη πλευρά ζούσε με δύο (αρκετά πλούσιους) γονείς οι οποίοι μπορούσαν να του προσφέρουν ό,τι λαχταρούσε η καρδιά του. Την πρώτη μέρα του σχολείου ο Μιχάλης έκανε τον πρώτο του φίλο που δεν ήταν άλλος από τον Γιώργο. Από την πρώτη μέρα που γνωριστήκανε ήξεραν ότι είναι ίδιοι, καθώς η μεγαλύτερη αγάπη τους ήταν η Rock μουσική.
Τα παιδιά κάνανε παρέα μέχρι τη Γ΄ Λυκείου. Μετά τη Γ΄ Λυκείου, ο Γιώργος μετακόμισε με τους γονείς του στην Τουρκία (ξέχασα να αναφέρω ότι οι δύο φίλοι ζούσαν στον Λοφίσκο και ήταν γείτονες). Αφού ο Γιώργος μετακόμισε στην Τουρκία, ο Μιχάλης άλλαξε αρκετά. Όποτε η μάνα του πήγαινε να απλώσει χέρι επάνω του, τότε εκείνος την εμπόδιζε, καθώς είχε αγανακτήσει με το ξύλο που έτρωγε τόσα χρόνια. 
Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Γιώργος γύρισε πίσω, αλλά αντί να πάει στην παλιά του οικία μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Ο Μιχάλης, όταν το έμαθε αυτό, πετούσε από την χαρά του και είπε στη μητέρα του ότι θα μετακομίσει στη Θεσσαλονίκη. Χωρίς άλλη σκέψη, μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε να πάει να βρει τον φίλο του. Όταν τον βρήκε, έτρεξε, τον αγκάλιασε και του είπε ότι θα μένει μαζί του ως συγκάτοικός του. Όταν το άκουσε ο Γιώργος, πέταξε από τη χαρά του και αυτός. Από εκείνη τη στιγμή και μετά δε χωρίστηκαν ποτέ και η αγάπη τους για τη Rock μουσική μεγάλωσε όλο και περισσότερο.

Χ. Π. 
 





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις