ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ




«Ψηλοί με τραγιάσκα»


Ήταν αρχές καλοκαιριού, στη Βενετία το 1988. Δύο αρχικλέφτες της εποχής, οι λεγόμενοι «Ψηλοί με τραγιάσκα», ήταν στην περίοδο της ακμής τους εκείνη την χρονιά.

Κατάφερναν κάθε φορά να ξεφύγουν από τις Αρχές και να κρατήσουν τα λάφυρα που έκλεψαν. Πάντα δούλευαν μόνοι. Ο μόνος συνεργός που είχαν στο έγκλημα ήταν το σκυλάκι τους, ο Μπεργκ, ο οποίος ήταν πολύ έξυπνος και τους βοηθούσε να βρουν εξόδους διαφυγής. Είχαν παραμείνει οι πιο γνωστοί και οι πιο καταζητούμενοι ληστές για πάνω από δέκα χρόνια! Ήταν στην ηλικία των σαράντα και το σκυλί τους είχε γεράσει.

Μία νύχτα, οι δύο ληστές είχαν κανονίσει να πάνε για μια τελευταία ληστεία σε μια τράπεζα και μετά να ξεφύγουν σε κάποιο εξωτικό νησί. Μόλις πέρασε, λοιπόν, η δεύτερη ώρα της ημέρας, έπιασαν δουλεία. Μπήκαν με ευκολία στο κτίριο και έτρεξαν γρήγορα στο σημείο όπου βρισκόταν τα χρήματα και ξεκλείδωσαν. Πριν όμως προλάβουν να απλώσουν τα χέρια τους, άκουσαν μια χοντρή φωνή: «ΑΚΙΝΗΤΟΙ!». Υπήρχαν δεξιά, αριστερά και πίσω τους δέκα αστυνομικοί σε κάθε μεριά. Τους συνέλαβαν και οδηγήθηκαν στις φυλακές όπου, μετά τη δίκη, θα παρέμεναν για το υπόλοιπο του βίου τους. Τελικά, είχαν πάρει τον λάθος δρόμο στη ζωή τους.

Χ. Σ.




Η αξέχαστη μέρα της συναυλίας

 

   Περιμέναμε πώς και πώς η παρέα μου και εγώ να φτάσει επιτέλους η μέρα της συναυλίας της αγαπημένης μας band. «Η ημέρα αυτή θα μείνει αξέχαστη» είπαμε… και όντως αυτό έγινε.

   Ετοιμαστήκαμε, βάλαμε τα καλά μας, βγάλαμε φωτογραφίες, προτού φύγουμε, και πήραμε τον δρόμο μας. Η αλήθεια είναι πως ο καιρός δε βοηθούσε πολύ, αλλά το επίκεντρο της ημέρας ήταν η συναυλία. Έτσι πιστεύαμε δηλαδή.

   Τρεις ώρες δρόμο, αλλά άξιζε. Γινόταν ειλικρινά χαμός. Μικροί και μεγάλοι, περίμεναν αυτήν την ημέρα όσο τίποτε άλλο. Γύρω στο μισάωρο χρειάστηκε, για να ελέγξουν όλα τα εισιτήρια και να μπούμε μέσα. Τρεις ώρες δρόμο για μια θέση πίσω-πίσω; Φυσικά και όχι. Εισιτήριο με πρώτη θέση. Τι άλλο να ζητούσα; Δεν μπορούσε κανείς να μου χαλάσει την ημέρα, είπα…

   Το μέρος ήταν μαγευτικό. Τα φώτα, η σκηνή, η θέα, όλα ειλικρινά απίστευτα. Μου είχε βγει η φωνή με τόσο τραγούδι και τόση τσιρίδα που έπεσε. Όμως δε με ένοιαζε καθόλου, εφόσον είχα μπροστά μου τα είδωλά μου. Το διασκεδάζαμε με την ψυχή μας, μέχρι που το συγκρότημα για έναν περίεργο λόγο σταμάτησε να τραγουδάει. Αλλά εμείς ως φανατικοί οπαδοί συνεχίσαμε τους στίχους μόνοι μας. Το συγκρότημα δεν ήθελε να μας τρομοκρατήσει, εφόσον ήμασταν εκατομμύρια άτομα, οπότε δε μας είπε κανείς τίποτα για το τι πρόκειται να γίνει. Το μάθαμε, όταν ακούσαμε μία βροντή, λες και ήταν ακριβώς από πάνω μας. Όλοι σώπασαν. Μέχρι που μια ακόμη βροντή μας χάλασε την ηρεμία.

   Ο καιρός είχε πολλά νεύρα, μπορώ να πω. Η βροντή αυτή ανατάραξε όλους τους οπαδούς, με αποτέλεσμα πολλοί να τραυματιστούν άσχημα ή ακόμα και να θανατωθούν.

   Ποιος θα το περίμενε ποτέ αυτό; Μια μέρα την οποία όλοι περιμέναμε απλά καταστράφηκε. Δύο μέρες μετά, βρισκόμουν στο κρεβάτι του νοσοκομείου περιμένοντας να πάρω κάποτε εξιτήριο. Όλα πήγαιναν τέλεια, ήμουν τόσο ευτυχισμένη, χαρούμενη και γεμάτη ανυπομονησία για εκείνη την ημέρα, αλλά ο καιρός είχε αλλά σχέδια…

Α. Λ.






Η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου


Όταν ήμουν δέκα χρονών, αποφασίσαμε να πάμε για Χριστούγεννα στην Αυστραλία, επειδή εκεί ήταν καλοκαίρι και πιστεύαμε ότι θα ήταν μια καλή ευκαιρία. Αφού το αποφασίσαμε, κλείσαμε τα εισιτήρια και στις 20/12 πετούσαμε για Αυστραλία. Όταν φτάσαμε, πήραμε ένα ταξί που μας οδήγησε στο υπέροχο ξενοδοχείο μας, το οποίο με ξετρέλανε. Ήταν τεράστιο, με πισίνα και με δωμάτια που παρέπεμπαν σε δωμάτια σουίτας. Ξετρελάθηκα.

Από το μπαλκόνι έβλεπες τη γαλάζια και πεντακάθαρη θάλασσα. Ήθελα σαν τρελή να πάω για μπάνιο σ' αυτήν την μαγευτική θάλασσα. Αφού βάλαμε το μαγιό μας, ξεκινήσαμε για τη θάλασσα. Ήμουν τόσο ανυπόμονη να φτάσω. Μόλις φτάσαμε, καθίσαμε σε κάτι τέλειες ξαπλώστρες που ήταν τόσο αναπαυτικές. Βάλαμε αντιηλιακό, γιατί ο ήλιος έκαιγε και μπήκαμε στη θάλασσα. Ήταν τόσο ζεστή και καθαρή, ώστε μπορούσες να δεις τα ψάρια που κολυμπούσαν δίπλα σου. Αφού κολύμπησα, βούτηξα και απόλαυσα τη θέα, με φώναξαν να πάμε για φαγητό. Είχαμε πεινάσει όλοι και αποφασίσαμε να πάμε στην πισίνα του ξενοδοχείου, όπου οι ξαπλώστρες ήταν μέσα στο νερό. Σερβίραμε φαγητό, παραγγείλαμε πεντανόστιμα και πανέμορφα πιάτα, που ήταν μαγευτικά όχι μόνο στην γεύση αλλά και στην εμφάνιση. Αφού φάγαμε, ήπιαμε, χαλαρώσαμε, γελάσαμε, αποφασίσαμε να πάμε στο δωμάτιο να ξεκουραστούμε, πριν έρθει το βράδυ.

Το βράδυ είχε μια συναυλία και σκεφτήκαμε να πάμε. Ετοιμαστήκαμε και πήγαμε στην συναυλία. Εκεί χορέψαμε και λέω «χορέψαμε», γιατί ο αδερφός μου και εγώ ανεβήκαμε στην πίστα και όλοι μας χειροκροτούσαν. Κατά τη μία ώρα, γυρίσαμε στο δωμάτιο και σε πέντε λεπτά όλοι αποκοιμηθήκαμε. Φανταστείτε πόσο κούραση είχαμε.

Το πρωί ξυπνήσαμε και πήγαμε για πρωινό. Φάγαμε ένα πολύ λαχταριστό πρόγευμα και πήγαμε στην πισίνα. Εγώ και ο αδερφός μου παίζαμε με την μπάλα που μας είχε πάρει για δώρο ο μπαμπάς, ενώ η μαμά διάβαζε ένα βιβλίο. Ακούσαμε κάτι τσιρίδες από τη θάλασσα. Καταλάβαμε ότι ήταν σοβαρό. Είδαμε τη θάλασσα να έρχεται κατά πάνω μας. Η μαμά φώναξε τον μπαμπά να μας πάρει αγκαλιά. Η θάλασσα με τράβηξε μέσα και δεν μπορούσα να βγω. Όταν κάποια στιγμή βγήκα, δεν έβλεπα κανέναν. Φώναξα, αλλά κανείς δεν άκουγε, όταν άκουσα την φωνή της μαμάς να με φωνάζει. Τότε κολύμπησα και έφτασα δίπλα της την αγκάλιασα και έκλαιγα. Εκείνη τη στιγμή ένα δεύτερο τσουνάμι ήρθε και μας ξαναχώρισε. Κολυμπούσα, για να βγω, και έβλεπα ανθρώπους πνιγμένους.

Όταν βγήκα, πιάστηκαν από μια κολώνα του ηλεκτρικού ρεύματος και φώναζα.  Κανείς δεν απαντούσε. Σκεφτόμουν τον μπαμπά και τον αδελφό μου. Εκείνη τη στιγμή είδα την μαμά στην επιφάνεια της θάλασσας, χωρίς να κουνιέται. Της φώναζα, αλλά δεν άκουγε. Όταν ξαναφώναξα δυνατά, ξύπνησε και κολύμπησε προς εμένα. Μου είπε να βρούμε ένα μεγάλο δέντρο, σε περίπτωση που ξαναγίνει τσουνάμι.

Φτάσαμε σε ένα μέρος με πολλά ψηλά δέντρα. Όσο περπατούσαμε, η στάθμη της θάλασσας κατέβαινε και μας εμφάνιζε πώς ήμασταν. Είδα στη μαμά μου ένα σοβαρό τραύμα στο πόδι και πολλές γρατσουνιές. Το έδεσε με φύλλα και προσπάθησε να ανέβει στο δέντρο.

Την άλλη μέρα, είδαμε κάποιους κατοίκους του διπλανού χωριού που είχαν έρθει να βρουν τραυματίες. Κατέβασαν τη μαμά και, επειδή δεν είχαν φορείο, την τραβούσαν από τα χέρια. Στη προσπάθειά τους αυτή πολλά ξύλα τραυμάτισαν την μαμά. Ευτυχώς δεν κράτησε  πολλή ώρα όλο αυτό και φτάσαμε στο χωριό. Εκεί οι γυναίκες μάς έντυσαν και ήρθε το αμάξι που θα μας οδηγούσε στο νοσοκομείο. Ευχαριστήσαμε τις γυναίκες, επιβιβαστήκαμε και ξεκινήσαμε.

Αφού φτάσαμε μας οδήγησαν σε ένα δωμάτιο. Εκεί η μαμά μου, που είναι γιατρός, μου είπε ότι χρειαζόταν αντιβίωση και μου είπε να ψάξω στα συρτάρια να βρω. Τη γλώσσα δεν την καταλάβαινα. Εκεί που έψαχνα, μπήκε ο γιατρός και μου είπε να βγω έξω, αλλά εγώ δεν ήθελα. Τελικά όμως βγήκα. Ο γιατρός έδεσε το στήθος της μαμάς και μας είπε ότι πρέπει να κάνει δύο εγχειρήσεις στο πόδι. Μας πήγαν σε έναν θάλαμο με πολλούς τραυματίες. Εκεί η μαμά μου μου ζήτησε νερό και πήγα να της πάρω ένα μπουκαλάκι.

Τότε με βρήκε ένα κύριος που έψαχνε τον γιο του και με είπε να τον βοηθήσω. Έγραψα ονόματα και φώναζα στο νοσοκομείο. Κανένας δεν αποκρινόταν, μέχρι που τελικά απάντησε ένα παιδί. Το παιδί αυτό ήταν του κυρίου. Μόλις του το είπα, πέταξε από την χαρά του και έτρεξε να αγκαλιάσει τον γιο του. Εγώ γύρισα στην μαμά, αλλά δεν την βρήκα στο κρεβάτι της. Ήταν ένας άλλος άντρας . Τότε άρχισα να φωνάζω και να κλαίω. Μια νοσοκόμα με καθησύχασε και μου είπε πως θα βρει τη μαμά μου. Πέρασα όλο το βράδυ να κοιτάω αντικείμενα ξένων ανθρώπων.

Το άλλο πρωί η νοσοκόμα με ξύπνησε και μου είπε πως βρέθηκε η μαμά μου. Με πήγε σε  κάτι δωμάτια -εντατικές, όπου η μαμά μου λάμβανε οξυγόνο, επειδή είχε κάνει την πρώτη εγχείρηση. Την αγκάλιασα και έκλαιγα. Ο μπαμπάς μου και ο αδερφός μου ήταν μαζί, αλλά επειδή ο μπαμπάς με ήθελε να έρθει να μας βρει, άφησε τον αδερφό μου σε μια κύρια η οποία έπαιρνε παιδιά να τα μεταφέρει σε ασφαλές μέρος. Ο μπαμπάς μου πήγαινε από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Την ημέρα που έφτασε στο δικό μας να ψάξει, εγώ κατέβηκα κα πάρω ένα μπουκαλάκι νερό.  Τότε είδα τον μπαμπά μου και άρχισε να του φωνάζω. Δεν άκουσε.

Βρέθηκα στην αυλή του νοσοκομείου ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Συνέχισα να φωνάζω το όνομα του μπαμπά κι επιτέλους άκουσα τον αδερφό μου να με φωνάζει. Τον είδα σε ένα φορτηγό ανάμεσα σε πολλά παιδιά. Άρχισα να τρέχω προς το μέρος του. Τον αγκάλιασα και τον φιλούσα. Ο μπαμπάς μας είχε ακούσει, έτρεξε και μας πήρε αγκαλιά. Του είπα πως η μαμά ήταν στο νοσοκομείο και μου είπε να τον πάω να την δει. Όταν φτάσαμε, η μαμά που είχε χάσει πολύ αίμα στην εγχείρηση είχε πολύ λίγη δύναμη, όμως αγκάλιασε τον μπαμπά και τον αδερφό μου.


Εκείνο το βράδυ μπήκε για τη δεύτερη εγχείρηση και όλοι περιμέναμε έξω από το χειρουργείο. Έλεγα στον μπαμπά τι περάσαμε και, χωρίς να το καταλάβω, αποκοιμήθηκα. Αν πήγαινε καλά το χειρουργείο, θα επιστρέφαμε σπίτι μας. Το άλλο πρωί, με ξύπνησε ο μπαμπάς που μου είπε πως η εγχείρηση πήγε καλά και θα φεύγαμε. Ξεκινήσαμε για το αεροπλάνο και εκεί μας περίμενε ο πιλότος. Μπήκαμε, καθίσαμε, έβαλαν την μαμά σε ένα ειδικό φορείο με ζώνες. Εγώ πήγα δίπλα της να της μιλήσω. Την αγκάλιασα, τη φίλησα και μου είπε πως με ευχαριστεί για όλα. Η νοσοκόμα μού είπε να πάω να καθίσω, επειδή το αεροπλάνο θα ξεκινούσε. Μόλις έβαλα τη ζώνη, το αεροπλάνο ξεκίνησε. Αυτή ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου και δε θα ήθελα να συμβεί ποτέ και σε κανέναν άνθρωπο.

 Ε. Κ.



Πίσω από τα μάτια του κόσμου 


Καμιά φορά η ζωή δεν τα φέρνει όπως θέλουμε. Στην εποχή που ζούμε τα οικονομικά προβλήματα δεν είναι κάτι σπάνιο, οι περισσότερες οικογένειες αντιμετωπίζουν το πρόβλημα των χρημάτων. Η δικιά μου οικογένεια ήταν από τις λίγες που είχαν οικονομική άνεση και αυτό λόγω της δουλειάς μου.

Γεννήθηκα σε μια πόλη όχι φτωχική, αλλά ούτε και πλούσια. Οι γονείς μου ήταν γνωστοί στο επάγγελμά τους. Η μητέρα μου ήταν η καλύτερη φιλόλογος της εποχής εκείνης, ο πατέρας μου είχε τη δικιά του κλινική και ήταν ο πιο γνωστός νευροχειρουργός της πόλης. Ήμουν μοναχοπαίδι και, ενώ περίμενα να έχω όλη τη σημασία των γονιών μου, αυτοί ήταν αφοσιωμένοι στις δουλειές τους. Με τον πατέρα μου είχα αρκετά καλές σχέσεις, αν και τον έβλεπα μονάχα το βράδυ. Το πρόγραμμά του ήταν γεμάτο με χειρουργεία και άλλες υποχρεώσεις, με αποτέλεσμα να μην έχει χρόνο για εμένα. Με τη μητέρα μου μαλώναμε αρκετά συχνά και υπήρχαν μεγάλες εντάσεις, όσο έλειπε ο πατέρας. Αντίθετα από αυτόν, η μητέρα μου ήταν στο σπίτι αρκετές ώρες. Δε θα ξεχάσω ποτέ το πρόγραμμα που ακολουθούσε κάθε μέρα, χωρίς να την επηρεάζει τίποτα. Ξυπνούσε από το χάραμα, για να διαβάσει κάποιο βιβλίο που βρισκόταν στην μεγάλη βιβλιοθήκη του σαλονιού, γιατί όπως έλεγε: «Όσα περισσότερα βιβλία διαβάζω, τόσο περισσότερο θα βελτιώνομαι στη δουλειά μου». Όταν πήγαινε εφτά, ξεκινούσε να ετοιμάζεται, για να πάει στο σχολείο. Δε γνωρίζω τι έκανε, όσο ήταν εκεί, και ποιες ηθικές ακολουθούσε, πάντως είμαι σίγουρος πως ήταν εξαιρετική στη δουλειά της.

Από μικρή της άρεσε να γράφει ιστορίες και το πρώτο της όνειρο ήταν να γίνει συγγραφέας, αλλά δεν κατάφερε να το πραγματοποιήσει, καθώς δεν είχε τη στήριξη των παππούδων μου, δηλαδή των γονιών της. Πίστευαν πως όλοι οι συγγραφείς παίρνουν τον κακό τον δρόμο, όσο καλά βιβλία και αν γράφουν. Έτσι, μιας και η φιλολογία ήταν το δυνατό της σημείο, έγινε καθηγήτρια.

Όταν τελείωναν οι ώρες διδασκαλίας της, γυρνούσε σπίτι και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να διορθώσει όλες τις εργασίες των μαθητών της. Αφού τέλειωνε, μαγείρευε, έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού και μετά συνέχιζε τη ανάγνωση του βιβλίου της. Μερικές φορές, πήγαινε σε κάτι εκδηλώσεις που ποτέ δεν κατάλαβα ποιο ήταν το κύριο θέμα τους, αλλά ήμουν σίγουρος πως μιλούσαν για κάποιο βιβλίο ή κάποιον συγγραφέα.

Αν και δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό της, το γραφείο της ήταν γεμάτο με σκορπισμένα χαρτιά που, αν έβρισκες τη σειρά τους, θα διάβαζες αρκετά μισοτελειωμένα βιβλία. Είχε γράψει πολλές ιστορίες έτοιμες να παραδοθούν, για να καταλήξουν στα καλύτερα βιβλία της χρονιάς, αλλά ποτέ δεν τόλμησε να τις στείλει σε κάποιον ειδικό. Έγραφε νύχτες και μέρες ατέλειωτες, αλλά τα κρατούσε για αυτήν.

Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι, όταν έλειπε από το σπίτι, πάντα διάβαζα όσα έγραφε και έμενα συγκλονισμένος. Είχα διαβάσει αρκετά από τα βιβλία της βιβλιοθήκης, αλλά κανένα δεν ήταν σαν αυτά που έγραφε αυτή.

Για τον πατέρα μου δεν ξέρω πολλά. Οι μοναδικές φορές που περνούσαμε χρόνο μαζί ήταν, για να μου δείξει πώς ανοίγουμε τα κεφάλια των ασθενών, για να αφαιρέσουμε κάποιο νεύρο. Ενώ ήμουν μικρός, μου μάθαινε για την νευροχειρουργική και εντυπωσιαζόμουν πάρα πολύ, ώστε να γίνει το όνειρο μου. Όταν ήμουν δεκατρία, το δώρο που μου πήρε για τα γενέθλιά μου ήταν ένα άγαλμα που απεικόνιζε το εσωτερικό του σώματός μας.

Στα δεκαοχτώ μου κατάφερα να αποφοιτήσω και να ακολουθήσω την δουλειά του πατέρα μου. Δυστυχώς όμως, πριν προλάβω να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, εκείνος πέθανε σε τροχαίο δυστύχημα, καθώς γυρνούσε από την κλινική. Έμεινα μόνος με τη μητέρα μου και ως ο μοναδικός γιος ήμουν υπεύθυνος για τη φροντίδα της. Έτσι, δεν μπορούσα να φύγω από την πόλη, για να συνεχίσω τις σπουδές μου. Σταθήκαμε τυχεροί διότι την κλινική την είχε γραμμένη στο όνομά μου και μπόρεσα να εργάζομαι εκεί.

Η μητέρα μου παράτησε την φιλολογία και αφοσιώθηκε στις δουλειές του σπιτιού και σε εμένα. Ποιος θα φανταζόταν πως, για να φτιάξουν οι σχέσεις μου με την μητέρα μου, θα έπρεπε να αποχωριστούμε τον μπαμπά; Τον τελευταίο καιρό δεν την έβλεπα πολύ καλά και με είχαν ενημερώσει από την κλινική πως την επισκεπτόταν, αλλά πίστευα πως το έκανε, γιατί της λείπει ο μπαμπάς και η κλινική είναι το μόνο που θα μπορούσε να της τον θυμίζει.

Πάντα την έβρισκα να γράφει μυθιστορήματα ή να διαβάζει βιβλία, αλλά μια μέρα γύρισα σπίτι και δεν ήταν στο γραφείο της. Είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι της και είχε ήδη αποκοιμηθεί. Όσο εξαντλημένος και αν ήμουν, από παιδί είχα συνηθίσει να διαβάζω τις προσθέσεις που έκανε στην ιστορία της, αν και ποτέ δεν με πήρε χαμπάρι. Βρήκα αφορμή το ότι κοιμόταν και έκατσα στο γραφείο της να διαβάσω, μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Πριν πάρω κάποιο χαρτί στα χέρια μου, βρήκα ένα σημείωμα, στο οποίο έλεγε τα εξής:

«Οι συνήθειές σου δεν άλλαξαν, εξακολουθείς να διαβάζεις αυτά που γράφω χωρίς την άδεια μου. Ξέρεις πως το όνειρο μου ήταν να γίνω συγγραφέας, αλλά δεν τα κατάφερα λόγο των γονιών μου, το δικό σου όνειρο είναι ίδιο με του πατέρα σου, να γίνεις ο πιο διάσημος νευροχειρουργός της εποχής σου. Δεν θέλω να σταθώ εμπόδιο σε αυτό. Αν πραγματικά με αγαπάς, θέλω να πάρεις τα πράγματά σου και να πας να συνεχίσεις τις σπουδές σου στο μέρος με την καλύτερη εκπαίδευση, όπως ακριβώς έκανε και ο πατέρας σου. Θα σε στηρίζω μέχρι το τέλος, το δικό μου τέλος μπορεί να έρθει πιο γρήγορα από όσο φαντάζεσαι. Ρώτα τον βοηθό του μπαμπά και θα καταλάβεις.

Με αγάπη,

η μαμα.»

Πριν καλά καλά συνειδητοποιήσω τι έγραφε το γράμμα, τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα. Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιο, στο οποίο κοιμόταν και προσπάθησα να την ξυπνήσω. Ήταν χάσιμο χρόνου, γιατί προφανώς ο σφυγμός της είχε ήδη σταματήσει. Τηλεφώνησα στον βοηθό του πατέρα μου και μου εξήγησε πως είχε διαγνωστεί με καρκίνο εδώ και πολλούς μήνες. Δε νευρίασα που δεν μου το είπε. Νευρίασα, γιατί το τελευταίο που έμαθα πριν κλείσω το τηλέφωνο ήταν πως το ήξερε και ο πατέρας μου. Είχε διαγνωστεί άρρωστη, πριν πεθάνει, και δεν έκανε τίποτα, για να την κάνει καλά. Ο θυμός έγινε λύπη και η λύπη απόγνωση.

Τα τελευταία λόγια της μητέρας μου ήταν να ακολουθήσω το όνειρό μου και αυτό έκανα. Δεν άφησα τη στεναχώρια να με καταβάλει, μετά την κηδεία της μάζεψα τις βαλίτσες μου και έφυγα, για να εξασφαλίσω το καλύτερο μέλλον για εμένα. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, επέστρεψα στο πατρικό μου, για να αναλάβω και πάλι την κλινική του πατέρα μου. Τα χρόνια πέρασαν, παντρεύτηκα και απέκτησα δύο υπέροχους γιους. Έγινα ο καλύτερος νευροχειρουργός και έκανα ό,τι μπορούσα, για να συνδυάσω δουλειά και οικογένεια. Δεν ήθελα να είμαι σαν τον πατέρα μου. Αν και η δουλειά μου ήταν αυτή που μας εξασφάλιζε τα χρήματα και την άνεση που είχαμε, έβαζα πρώτα την οικογένεια μου και μετά τη δουλειά. Είχα αρκετά χειρουργεία καθημερινά και αυτός ήταν ο λόγος που γυρνούσα σπίτι εξαντλημένος, αλλά φρόντιζα να περνάω καλά με τους γιους και την γυναίκα μου.

«Κάθε χειρουργείο και μία ξεχωριστή πρόκληση», έλεγε ο πατέρας μου. Όταν αποτυχαίνεις σε ένα χειρουργείο, νιώθεις μεγάλη απελπισία και ενοχές, αλλά για εμένα τα χειρουργεία ήταν ο τρόπος ζωής μου και ποτέ δεν απέτυχε κάποιο από αυτά. Ήμουν εξαιρετικός στην δουλειά μου. Το πιο σημαντικό δεν ήταν πως ήμουν ο καλύτερος της εποχής, αλλά το ότι με θαύμαζαν οι γιοι μου. Η ζωή μας ήταν όλο γέλια και χαρές. Όταν έβρισκα χρόνο να ξεφύγω από την κλινική, έπαιρνα τα αγόρια και τη γυναίκα μου και πηγαίναμε κάποιο μικρό ταξίδι. Τα Σαββατοκύριακα δεν πήγαινα ποτέ στη δουλειά και είχα τον κατάλληλο χρόνο για να δημιουργήσω αναμνήσεις με τα αγαπημένα μου πρόσωπα. Όταν ερχόταν το βράδυ της Κυριακής, είχαμε όλοι μούτρα, γιατί αυτό σήμαινε ότι το Σαββατοκύριακό μας τέλειωσε. Στα μάτια μου ήμασταν η καλύτερη οικογένεια της πόλης. Είχαμε την μεγαλύτερη οικονομική άνεση και

αγαπιόμασταν περισσότερο από κάθε άλλη οικογένεια.

«Η τύχη είναι με το μέρος μας», έλεγα συνέχεια.

«Η τύχη κάποτε ήταν με το μέρος μας», κατέληξα να σκέφτομαι.

Όπως κάθε Δευτέρα, σηκώθηκα, για να πάω στην κλινική. Είχα δύο χειρουργεία, όχι τόσο δύσκολα, αλλά ήταν μέρα κρίσης. Ανά ένα εξάμηνο, έρχονταν «κριτές», όπως τους αποκαλούσαμε, για να δημοσιεύσουν την πρόοδο κάθε κλινικής. Δεν αγχωνόμουν ποτέ, γιατί ήξερα τις ικανότητές μου. Έτσι, λοιπόν, μπήκα στο δωμάτιο, για να ξεκινήσω το χειρουργείο και από πίσω μου ένιωθα τις ανάσες των κριτών να διαπερνάνε το σώμα μου. Πήρα το νυστέρι στα χέρια μου, για να ξεκινήσω το χειρουργείο, και τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Δεν ήταν δυνατόν. Δεν είχα ξαναγχωθεί για την ημέρα κρίσης τόσο πολύ. Τα χέρια μου έτρεμαν σαν ψάρια που είχαν βρεθεί εκτός νερού, κι όμως δεν ένιωθα αγχωμένος. Άφησα κάτω το νυστέρι, πήρα μια βαθιά ανάσα και το ξαναπήρα στα χέρια μου. Δεν σταμάτησαν να τρέμουν. Με έπιασε κρίση πανικού, όταν άκουσα τους κριτές να ψιθυρίζουν κάτι ο ένας στο αυτί του άλλου. Ζήτησα να με αντικαταστήσουν και βγήκα έξω να πάρω καθαρό αέρα. Παρατηρούσα τα χέρια μου και δεν είχαν σταματήσει να τρέμουν. Μπήκα στο αμάξι και γύρισα σπίτι. Δεν είπα τίποτα στην οικογένειά μου, για να μην τους ανησυχήσω.

Πέρασαν κάποιες μέρες, άλλα δεν είχα ξαναπάει στην κλινική από εκείνη την ημέρα. Ένα μεσημέρι, γύρισε η γυναίκα μου από τη δουλειά κρατώντας στα χέρια της μια εφημερίδα. Από το βλέμμα της δεν άργησα να καταλάβω τι έγραφε. Χωρίς να πει τίποτα, ήρθε, έκατσε δίπλα μου, με φίλησε στο κεφάλι και με αγκάλιασε. Αφού καθίσαμε έτσι για μερικά λεπτά, το μόνο που είπε ήταν: «Μην στεναχωριέσαι για τίποτα, ήταν απλά μια μέρα άγχους που με τον καιρό θα ξεχαστεί». Κι έφυγε.

Εγώ ήξερα όμως πως δεν ήταν μέρα άγχους. Όχι λόγω εγωισμού, αλλά λόγω των ειδικών μου γνώσεων στη νευροχειρουργική. Δεν ήταν το άγχος που με κατέβαλε την ώρα του χειρουργείου αλλά η πιο συνηθισμένη μορφή νευρολογικής πάθησης. Το απλό τρέμουλο. Ξεκινάει από τα χέρια, αλλά μπορεί να επεκταθεί στους βραχίονες, στο κεφάλι, ακόμα και στη φωνή. Δεν απέφευγα την κλινική, επειδή είχα σοκαριστεί από την ημέρα κρίσης, αλλά επειδή, αν μάθαινε κανείς γιατί έτρεμαν τα χέρια μου, θα σήμαινε ένα πράγμα. Όσα όνειρα είχα κάνει για τη δουλειά αυτή θα πήγαιναν χαμένα.

Αποφάσισα να το κρατήσω κρυφό, αλλά το τρέμουλο που είχα σε κάθε χειρουργείο μου δημιουργούσε πρόβλημα, έτσι έπεισα τον εαυτό μου ότι πρέπει να το πω τουλάχιστον στη γυναίκα μου που σίγουρα θα με καταλάβαινε. Ύστερα από μία μεγάλη συζήτηση μαζί της, στα μάτια της έβλεπα τον φόβο που είχε για το μέλλον μας, αλλά πριν με αφήσει να της πω ότι δεν είχα σκοπό να τα παρατήσω μου είπε πως με  αυτό που σκεφτόμουν έθετα σε κίνδυνο όσες ζωές είχαν εμπιστοσύνη στα χέρια μου. Δεν μου έμεινε τίποτα παρά μόνο αυτή και οι γιοι μου. Άφησα την κλινική, πριν προλάβει να με αφήσει αυτή. Το μόνο που ένιωθα ήταν απελπισία. Δεν ήμουν πλέον πρότυπο για τους γιους μου και σίγουρα δεν ήμουν ο σύζυγος που άξιζε η γυναίκα μου.

Δεν πέρασε αρκετός καιρός, αφότου είπα στους συναδέλφους μου το πρόβλημα που αντιμετώπιζα, και το πρώτο θέμα στις εφημερίδες ήμουν εγώ: «Ο καλύτερος νευροχειρουργός έχει νευρολογικά». Οι περισσότεροι το έπαιρναν στην πλάκα, αλλά εγώ ήξερα πως κανένας δε θα φτάσει στο επίπεδο που ήμουν εγώ. Ήμουν ώρες ατελείωτες μέσα στο σπίτι, χωρίς να κάνω τίποτα. Κοιτούσα τα κρεμασμένα στον τοίχο πτυχία μου και μετά κοιτούσα τα χέρια μου.

Τα Σαββατοκύριακα πλέον δεν ήταν οι μέρες της οικογένειας αλλά απλά κάποιες συνηθισμένες, καθημερινές μέρες, στις οποίες δεν μπορούσα να περάσω χρόνο με τους γιους μου. Όσο σκεφτόμουν την κατάληξη που είχα, αρρώσταινα. Η κατάθλιψη στη ζωή μου δεν άργησε να έρθει. Έπρεπε κάπως να ξεφύγω, να βρω κάποιον τρόπο να ξαναζήσω.

Ένα απόγευμα βγήκα έξω να πάρω μια ανάσα και έκατσα σε ένα παγκάκι, σε ένα απόμακρο πάρκο. Ένας περαστικός στάθηκε μπροστά μου και με ρώτησε αν μπορεί να κάτσει μαζί μου. Δεν αρνήθηκα. Θα μπορούσε να ήταν μια νέα αρχή. Με ρώτησε τι έχει συμβεί. Δεν μπήκα σε λεπτομέρειες. Ανέφερα πως έχασα τη δουλειά μου και πως δεν ήμουν στα καλύτερα μου. Όταν τελείωσα, κατάλαβε ποιος ήμουν και χωρίς πολλή σκέψη με προσκάλεσε σε ένα παιχνίδι τζόγου, απλά για να ξεφύγω και να ξεχαστώ. Δεν του πήρε πολύ, για να με πείσει.

Σηκωθήκαμε, περπατήσαμε λίγο και φτάσαμε σε ένα διαμέρισμα που φαινόταν σαν ένα καθημερινό σπιτικό, αλλά μέσα υπήρχε πραγματικό καζίνο. Έπαιζα για πολλές ώρες, μέχρι που συνειδητοποίησα πως είχε πάει αργά και η γυναίκα μου θα είχε ανησυχήσει. Γύρισα σπίτι, χωρίς όμως να δώσω εξηγήσεις. Πήγα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα ήρεμος για πρώτη φορά μετά από καιρό.

Πέρασε περίπου μια εβδομάδα από τότε που γνώρισα εκείνον τον περαστικό. Η γυναίκα μου με τα αγόρια πήγαν στους γονείς της, μιας και η πεθερά μου γιόρταζε. Προτίμησα να κάτσω σπίτι. Όσο καθόμουν στην κουζίνα, σκεφτόμουν πόσο ωραία πέρασα στο καζίνο. Χωρίς να χάσω χρόνο, ντύθηκα και έφυγα για εκεί. Πήγαινα και ξεχνούσα τα πάντα. Μέρα με τη μέρα, αυτό έγινε συνήθεια και, πού με έχανες πού με έβρισκες, ήμουν με χαρτιά στο χέρι.

Ο πραγματικός εθισμός στον τζόγο κυλούσε στις φλέβες μου. Κάθε μέρα έχανα και κέρδιζα μεγάλα ποσά. Ένα βράδυ, ενώ έβλεπα τους υπόλοιπους να παίζουν, πήρε το αυτί μου για έναν με πολλά λεφτά που σύχναζε εδώ. Όταν έμαθα περισσότερες πληροφορίες για αυτόν, προσπάθησα να τον βρω. Ξαφνιάστηκα, όταν έμαθα πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ο ίδιος περαστικός που με βρήκε στο παγκάκι εκείνη την ημέρα.

Μετά από δύο με τρεις μέρες ξαναπήγα σε εκείνο το πάρκο, για να ξεκουραστώ. Ήταν γραφτό να ξανασυναντηθούμε. Μιλήσαμε για τις ζωές μας και η συζήτηση έφτασε στα λεφτά του. Είχα υπάρξει και εγώ άνθρωπος με πολλά λεφτά και με αφορμή τη δουλειά μου τον ρώτησα αν είχε κάποια επιχείρηση από την οποία έβγαζε όσα είχε. Στην αρχή, δείλιασε να μου απαντήσει. Έβγαλε δύο σακουλάκια από την τσέπη του και μου έκλεισε το μάτι. Έμεινα άναυδος. Δεν είχε επιχείρηση με πολλά λεφτά, πουλούσε όμως ναρκωτικά και έβγαζε όσα έβγαζα εγώ ως νευροχειρουργός. Η ώρα πέρασε και γύρισα σπίτι.

Η καθημερινότητά μου ήταν σπίτι καζίνο, καζίνο σπίτι. Μου είχε γίνει εμμονή. Στη γυναίκα μου δεν είχα πει τίποτα, το μόνο που ήξερε ήταν πως τα λεφτά μας με τον καιρό μειώνονταν. Δεν είχε δικαίωμα να μου πει τίποτα, μιας και τα λεφτά αυτά τα είχα φέρει εγώ από τα χειρουργεία που έκανα. Στην ουσία όσα χρήματα είχαμε ήταν δικά μου. Ένα απόγευμα μαλώσαμε πολύ και έφυγα για το καζίνο γεμάτος νεύρα. Δεν σταμάτησα να παίζω. Στοιχημάτιζα μεγάλα ποσά σε σημείο να προσπαθούν να με σταματήσουν. Είχα γίνει τρομακτικός, δεν κατάφερε κανείς να με σταματήσει. Κανείς και τίποτα. Μέχρι τη στιγμή που όλοι σώπασαν, δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο το κλάμα της φοβισμένης γυναίκας μου στην αγκαλιά του γιου μας.

Δεν είχα καταλάβει τι είχε συμβεί, πήγα κοντά της, προσπάθησα να της μιλήσω και αυτή με έσπρωξε λέγοντας μου πως θα μας καταστρέψω. Τότε γύρισα το κεφάλι μου πίσω στο τραπέζι που έπαιζα και πρόσεξα τον αντίπαλό μου να βάζει μέσα στο πορτοφόλι του όσα λεφτά μου είχαν απομείνει. Δεν μπορούσα να μιλήσω και δεν ήξερα πού να κοιτάξω. Από την μία είχα την εικόνα του άντρα με τα βρώμικα χέρια να παίρνει τα λεφτά μου και από την άλλη τη γυναίκα μου να κλαίει στην αγκαλιά του γιου μου. Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω στα μάτια του ήταν μίσος.

Έβαλα το κεφάλι κάτω και χαμηλόφωνα είπα στη γυναίκα και στον γιο μου να γυρίσουμε σπίτι. Δεν πρόλαβα να μιλήσω σε κανέναν από τους δύο. Έβλεπα τη γυναίκα μου να βάζει κουβέρτες στον καναπέ του σαλονιού και να γυρνάει στο δωμάτιό μας, για να κοιμηθεί. Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Ήταν το βράδυ της απόλυτης χρεωκοπίας. Όσα λεφτά είχα καταφέρει να πάρω από τη δουλειά των ονείρων μου, τα έδωσα στον υπόκοσμο.

Το επόμενο πρωί το μόνο που μπόρεσε να ακουστεί από τα χείλη της γυναίκας μου ήταν η φράση: «Δεν πρέπει να το μάθει κανείς». Στα μάτια του κόσμου ήμουν ένας νευροχειρουργός που άφησε την δουλειά του λόγω νευρολογικού προβλήματος και προσπαθούσε να βοηθήσει την οικογένειά του με κάθε τρόπο. Πίσω από τα μάτια του κόσμου, μέσα στα μάτια της οικογένειας μου, υπήρχε ένα τέρας που κατάφερε να χρεωκοπήσει την οικογένειά του παίζοντας χαρτιά με αγνώστους. Πέρασε ο καιρός χωρίς να έχω ανταλλάξει κουβέντα με τη γυναίκα μου και χωρίς να γνωρίζω τι πρέπει να κάνω.

Τότε ήταν η στιγμή που το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν η εικόνα του περαστικού με τη σκόνη στα σακουλάκια μέσα στις τσέπες του. Προσπάθησα να τον βρω. Πήρα απόφαση πως ο μόνος γρήγορος τρόπος να ξαναπάρω πίσω τα λεφτά που έχασα ήταν να αρχίσω το μαύρο εμπόριο. Πήγα στο ίδιο πάρκο που τον γνώρισα. Καθόταν στα παγκάκι που κάναμε όλες μας τις συζητήσεις και, όταν τον πλησίασα, μου είπε πως με περίμενε. Δεν περίμενα ποτέ να πω πως ένας περαστικός θα μου άλλαζε όλη την ζωή.

Αρχικά, μου ζήτησε συγγνώμη, γιατί ένιωθε υπεύθυνος για όσα έγιναν και, έπειτα, μου είπε πως, αν συμφωνούσα και εγώ, θα μου έδινε μερικά από αυτά που πουλούσε και θα του τα ξεπλήρωνα, όταν μπορούσα. Χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκα, πιστεύοντας ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο για την οικογένειά μου. Όταν γύρισα σπίτι, δεν είπα τίποτα για το τι είχα σκοπό να κάνω, είπα όμως πως θα επανορθώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Προφανώς και δε βρήκα ανταπόκριση.

Πέρασαν οι μέρες και κάθε βράδυ βρισκόμουν και σε ένα διαφορετικό στενό δίνοντας σακουλάκια σε ξένους. Με τον καιρό έβγαλα αρκετά χρήματα, ώστε να τα δείξω στην οικογένειά μου. Όταν κατάφερα να κερδίσω τη σημασία της γυναίκας μου, της τα έδειξα. Δεν έδειξε ίχνος χαράς, αντιθέτως έδειξε ανησυχία. Κατάλαβε πως αυτά που κρατούσα δεν ήταν χρήματα που έβγαλα τίμια, αλλά χρήματα που βρέθηκαν στα χέρια μου από μία πράξη νοθείας. Όπως και να είχε, τα λεφτά ήταν λεφτά και ήταν κάτι που χρειαζόμασταν. Έκανε σαν να μην έγινε τίποτα, τα πήρε από τα χέρια μου και τα έβαλε σε ένα ντουλάπι με κλειδαριά. Πριν φύγει από το σαλόνι, μου είπε να προσέχω.

Συνέχισα την ίδια δουλειά αψηφώντας τον κίνδυνο και το ρίσκο που έπαιρνα. Τα πράγματα επανήλθαν στο κανονικό. Είχαμε πάλι την οικονομική άνεση που είχαμε κάποτε.  Μέσα στη χαρά που είχα, ξέροντας πως όλα πάνε καλά, ξέχασα τελείως τον περαστικό, στον οποίο χρωστούσα.

Όσα χρήματα είχα βγάλει όλον αυτό τον καιρό ήταν το συνολικό χρέος που είχα. Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, αλλά ο κόπος ήταν μάταιος. Το μόνο που κατάφερα να ακούσω από το στόμα του ήταν πως, αν δεν του πάω τα χρήματα σύντομα, θα γυρίσω στη ζωή που είχα, πριν συναντηθούμε στο παγκάκι. Θα ήθελα πολύ να εννοούσε τη ζωή του νευροχειρουργού, αλλά προφανώς εννοούσε την τρίτη μας συνάντηση και τη ζωή ενός αποτυχημένου που τα έδωσε όλα σε ένα παιχνίδι. Δεν μπορούσα να του πάω τα χρήματα που είχα. Αυτά τα χρήματα ήταν που έκαναν τη γυναίκα μου να μου ξαναμιλήσει και, αν τα έχανα και αυτά, θα την έχανα για πάντα. Προσπαθούσα να τον αποφύγω, μέχρι που βρήκα ένα σημείωμα στην πόρτα του σπιτιού μου: «Ο χρόνος σου τελειώνει».

Στάθηκα τυχερός, που το βρήκα εγώ και όχι η γυναίκα μου ή τα παιδιά μου. Τα σημειώματα δε σταμάτησαν. Κάθε μέρα και από ένα διαφορετικό. Έκανα τα πάντα, για να τον αποφύγω. Έπεισα την οικογένειά μου να πάμε σε μια άλλη πόλη με τη δικαιολογία ότι θέλω να ξεκινήσω μια νέα ζωή κάνοντας νέα αρχή. Δεν έπιασε. Τις πρώτες μέρες, ήμασταν ήρεμοι, όταν όμως τελειώσαμε με την τακτοποίηση των πραγμάτων μας σε κάθε δωμάτιο, ξεκίνησαν τα τηλεφωνήματα. Δεν άργησε να μάθει τη διεύθυνσή μου και να ξαναξεκινήσει τα σημειώματα. Δεν είπα ποτέ τίποτα.

Πέρασε καιρός από την τελευταία φορά που βρήκα σημείωμα στην πόρτα και ανακουφισμένος σκέφτηκα πως όλα τέλειωσαν. Ακόμα και στην καινούργια πόλη δε σταμάτησα το μαύρο εμπόριο. Είχε γίνει η δουλειά μου και ο τρόπος να παρέχω στην οικογένειά μου τα απαραίτητα. Είχα μία τελευταία συνάντηση για εκείνη την εβδομάδα. Έβαλα τα μαύρα μου ρούχα και έφυγα για το στενό της ανταλλαγής.

Κάτι ασυνήθιστο συνέβη. Περίμενα αρκετή ώρα, μέχρι να έρθει ο πελάτης. Έκατσα στο πεζοδρόμιο και περίμενα, μέχρι που το βλέμμα μου έπεσε σε ένα κολλημένο χαρτί στον δρόμο: «Όλα τέλειωσαν».

Δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο τις σειρήνες του περιπολικού. Τότε κατάλαβα πως δεν μπορείς να τα βάλεις με τον υπόκοσμο, ακόμα και αν ανήκεις σε αυτόν.

Αυτή είναι η ζωή μου. Ξεκίνησα ως ο καλύτερος νευροχειρουργός σαν τον πατέρα μου, αλλά κατέληξα πραγματοποιώντας το όνειρο της μητέρας μου πίσω από τα σίδερα της φυλακής.

Α. Γ.




«Έρχομαι, Μπάμπη»


α. Αναγκάστηκε να αφήσει τη χώρα του και μετανάστευσε στην Ελλάδα σε μια πολυκατοικία της Αλεξανδρουπόλεως. Φορούσε πάντα παλιά ρούχα και δεν είχε χρήματα για κατοικία. Όταν κυκλοφορούσε, όλοι τον κοιτούσαν με μίσος και απέχθεια. Όμως μια μέρα στο πάρκο έκανε έναν φίλο! Ήταν ένας ηλικιωμένος, καλόψυχος άνθρωπος που είχε εντελώς αντίθετη γνώμη για τον ρατσισμό. Ο Ιμάν τού είπε την ιστορία του και φίλος του, ο Μπάμπης, τον βοήθησε και του βρήκε σπίτι. Ο Μπάμπης είχε μια επιχείρηση και έτσι έδωσε στον Ιμάν δουλεία. Όλα κυλούσαν ευχάριστα για τους επόμενους μήνες, ώσπου μία μέρα ο Μπάμπης δυστυχώς κόλλησε Covid-19  και έπρεπε να μπει στο νοσοκομείο. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο, είχε γράψει στη διαθήκη του ότι αφήνει την επιχείρηση στον Ιμάν. Έτσι, αυτός έμεινε άνετος, όσον αφορά την οικονομία. Ο Ιμάν όμως ήταν πάρα πολύ στενοχωρημένος, που έχασε τον αγαπημένο και μοναδικό του φίλο, και έπεσε σε κατάθλιψη. Μία μέρα που διανυκτέρευε στο γραφείο του και έπινε, για να πνίξει τον καημό του, πέθανε από το άγχος και τη λύπη που είχε στην ψυχή, λέγοντας τις τελευταίες του λέξεις: «Έρχομαι, Μπάμπη». 

Χ. Σ.


Περιπετειώδης η Πρωτοχρονιά!

Φέτος εγώ και η οικογένειά μου θέλαμε πολύ να γιορτάσουμε την Πρωτοχρονιά πηγαίνοντας βόλτα στη Θεσσαλονίκη και έπειτα σε μια συναυλία που θα γινόταν στο κέντρο, στην οποία θα συμμετείχε ο Σάκης Ρουβάς και άλλοι τραγουδιστές.

Χαρούμενοι όλοι, λοιπόν, μπήκαμε στο αμάξι και πήγαμε στη Θεσσαλονίκη. Φτάσαμε και, ενώ ψάχναμε μέρος να παρκάρουμε το αμάξι μας, μείναμε εντυπωσιασμένοι από τον στολισμό της πόλης! Τελικά, παρκάραμε λίγο πιο έξω από το κέντρο και περπατήσαμε μέχρι τον χώρο που θα γινόταν η συναυλία.

Τα τραγούδια που έπαιζαν και η απόδοσή τους ήταν φανταστική. Όλοι βιντεοσκοπούσαν τους τραγουδιστές και ούρλιαζαν. Όταν έφτασε η ώρα της αντιστροφής μέτρησης για το νέο έτος, το πλήθος άρχισε να μετράει και τη στιγμή που φτάσαμε στο μηδέν, με χαρά όλοι φωνάξαμε «Καλή Χρονιά», και πυροτεχνήματα πετούσαν στον αέρα.

Καθώς συνέβαιναν αυτά, ένα πυροτέχνημα χτύπησε πέντε άτομα, μαζί και την αδερφή μου. Όλοι κάηκαν και πήγαμε στο νοσοκομείο. Εκεί μας πληροφόρησαν πως το έγκαυμα στο χέρι της αδερφής μου ήταν σοβαρό και πως θα χρειαζόταν χειρουργική επέμβαση, για να γίνει καλά.

Η ευχάριστη εκδρομή μας για την αρχή του νέου χρόνου κατέληξε στο νοσοκομείο, γιατί κάποιος ήταν πολύ ανεύθυνος με τον χειρισμό των πυροτεχνημάτων.

Σήμερα η αδερφή μου, ευτυχώς, είναι υγιής και εκείνος που προκάλεσε τον τραυματισμό έξι ατόμων έχει δεχτεί πρόστιμα και βρίσκεται στη φυλακή.

Ν. Π.





Πριν του ανοίξει, κρατούσε στα χέρια της ένα μπουκάλι κρασί


Ήταν κάποτε μια κοπέλα στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας. Έμενε μόνη της. Ήταν, λοιπόν, ένα συνηθισμένο απόγευμα, στο οποίο η κοπέλα μιλούσε με ένα αγόρι που είχε γνωρίσει στο διαδίκτυο. Όλα πήγαιναν μια χαρά, μέχρι που το αγόρι της ζήτησε να βρεθούνε από κοντά. Εκείνη απάντησε πως δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Το αγόρι θύμωσε πάρα πολύ και της είπε ότι, εάν δε τον συναντούσε, θα πήγαινε στο σπίτι της και θα τη σκότωνε. Εκείνη φοβήθηκε παρά πολύ και είπε "ΟΧΙ". 
Περνούσαν οι μέρες και το αγόρι μια φορά της είπε: "Είμαι έξω από το σπίτι σου". Εκείνη πανικοβλήθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Δεν ήταν κανείς έξω. Τότε του είπε: "Δεν είσαι σπίτι μου, κοίταξα από το παράθυρο". Και της απάντησε: "Και ποιος είπε ότι είμαι έξω από το σπίτι σου;  είμαι ακριβώς έξω από την πόρτα σου". Εκείνη, πριν του ανοίξει, κρατούσε στα χέρια της ένα μπουκάλι κρασί. Όταν άνοιξε, εκείνος την σκότωσε. 
Το σπίτι γέμισε αίματα. Είχε μόνο ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι, έναν καθρέφτη, δύο φωτιστικά  και ένα μικρό μπαλκόνι. Το κορίτσι πέθανε. Ο δράστης μπήκε φυλακή, γιατί το κορίτσι είχε είδη καλέσει την αστυνομία. Έτσι η ιστορία μας έφτασε στο τέλος της.

Μ. Κ. 




Μια αιματηρή νύχτα

Ήταν 31 Δεκεμβρίου και ήμουν μόνο 11 χρονών. Την επόμενη μέρα θα γινόμουν 12 και έτσι θα έβλεπα για ακόμα μια φορά το χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο των γονιών μου. Μα φέτος αυτό δεν συνέβη.

3 2 1 . Ο ήχος των πυροτεχνημάτων με οδήγησε έξω, στο μπαλκόνι και με έκανε να τα κοιτάζω με παράξενο αλλά οικείο τρόπο. Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι που ένας πυροβολισμός ακούστηκε από το απέναντι σπίτι. Μέσα στους ήχους των πυροτεχνημάτων και των κραυγών δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Έτρεξα κατευθείαν μέσα στο σπίτι μα αυτό που αντίκρισα δεν ήταν για τα μάτια μιας νέας 12χρονης. Έπεσα στα δυο μου γόνατα και έβαλα τα κλάματα. Άρχισα να ουρλιάζω και να τρέμω. Η μαμά μου είχε πέσει κάτω και μια λίμνη αίματος την είχε περιβάλλει. Τα αυτιά μου είχαν αρχίσει να βουίζουν και έχανα την αίσθηση του χρόνου και του τόπου. Ο μπαμπάς μου δεν είχε έκφραση στο πρόσωπο του , απλά κοιτούσε σοκαρισμένος με γουρλωμένα μάτια το άψυχο σώμα της. Αυτό δεν κράτησε για πολύ. Ο μπαμπάς μου έτρεξε και κάλεσε το ασθενοφόρο ουρλιάζοντας το όνομα της. Την κράτησε στα χέρια του και με πήρε αγκαλιά, ενώ και των δυο μας οι καρδιές είχαν ραγίσει. Ήρθε το ασθενοφόρο και οι νοσοκόμοι δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η εικόνα ήταν ανατριχιαστική.

Ο γείτονας γελούσε και απολάμβανε το νέο έτος με την γυναίκα και τα παιδιά του. Αυτό όμως που δεν είχε καταλάβει ήταν ότι μου είχε στερήσει μια μητέρα. Τον κοίταξα με ένα παγερό βλέμμα και φύγαμε με τη μαμά για το νοσοκομείο.

Στο αυτοκίνητο δε σκεφτόμουν τίποτα, καθώς το μυαλό μου ήταν μόνο στο πρόσωπο της. Τι όμορφη μαμά που είχα! Οι σκέψεις χοροπηδούσαν στα μυαλό μου.

Φτάσαμε και η είδηση μάς καθήλωσε. Η μανούλα μου είχε σκοτωθεί. Άρχισα να ουρλιάζω και να κλαίω σαν μικρό παιδί που η μάνα του το είχε παρατήσει. Έτσι είχε συμβεί. Τα πράγματα δεν είχαν κυλήσει έτσι όπως τα περίμενα. Για πρώτη φορά η ζωή με είχε απογοητεύσει και μου είχε προσφέρει μια εμπειρία η οποία θα με στιγμάτιζε. Ο μπαμπάς μου ως μη ψύχραιμος άνθρωπος άρχισε να κλαίει στον ώμο μου και να βγάζει βογγητά. Την πρωτοχρονιά μου την πέρασα χωρίς μητέρα. Ήταν αβάσταχτη νύχτα.

 Στις 8 η ώρα το πρωί - επιστρέφοντας από το νοσοκομείο- ακούστηκε ακόμα ένας πυροβολισμός. Ο μπαμπάς μου με μανία βγήκε έξω από το αυτοκίνητο. Εγώ συνέχισα να κλαίω και βγήκα και εγώ έξω από το αμάξι. Άρχισε να τρέχει σαν άνεμος και να κατευθύνεται με μεγάλη ταχύτητα προς το σπίτι του γείτονα. Ο κύριος Δημήτρης γελούσε ακόμα πίνοντας κρασί και κρατώντας στο χέρι του ένα αεροβόλο. Αυτό το μοιραίο όπλο το οποίο σκότωσε την μάνα μου. Ο μπαμπάς μπήκε στην αυλή και ξεκίνησε να τον βρίζει και να τον χτυπάει. Καταλήξαμε στο αστυνομικό τμήμα.

 Από αυτή όμως την νύχτα βγήκα πιο δυνατή και πιο θαρραλέα αποφασίζοντας να παλέψω και να μην αφήσω κανέναν Δημήτρη να μου χαλάσει τη ζωή όπως εκείνη την νύχτα, γιατί ήταν μια αβάσταχτη νύχτα. Ήταν μια αιματηρή νύχτα.

Π. Κ. 


 


 

 Η ιστορία της Κιμ Τζοτζό 

Σε μια γειτονιά της Σεούλ στην Κορέα ζούσε  μια νεαρή κοπέλα, η Κιμ Τζοτζό. Είχε χάσει όμως την οικογένειά της σε τροχαίο δυστύχημα σε ηλικία τεσσάρων ετών. Από τότε η κοπέλα ζει με την αδερφή της μαμάς της, τη θεία της, η οποία έχει και μια κόρη. Τότε η Κιμ Τζοτζό ήταν στο τελευταίο έτος του λυκείου. Η νεαρή κοπέλα ήταν ένας κλειστός χαρακτήρας και αυτό οφειλόταν στην απώλεια της οικογένειάς της. Στο σχολείο συναναστρεφόταν με δύο κοπέλες την Σου-α και την Τσου-χε οι οποίες ήταν  οι μόνες με τις οποίες έκανε παρέα και να εκδηλώσει τα συναισθήματά της. Οι συνθήκες όμως στο σπίτι της θείας της δεν ήταν ιδανικές...  Η θεία της την θεωρούσε βάρος και δεν της συμπεριφερόταν με καλό τρόπο. Ήταν ψυχρή και αγενής απέναντι στην κοπέλα, επίσης είχε πολλά χρέη που οδήγησαν την Κιμ Τζοτζό να πιάσει μια δουλειά έτσι ώστε να προσφέρει στην θεία της ό,τι μπορούσε, για να την ξεπληρώσει που ζούσε μαζί της, αφού ήξερε πως η θεία της δεν την ήθελε. Όμως η νεαρή κοπέλα είχε πολλά όνειρα και στόχους: ήθελε μια μέρα να γίνει μια πολύ επιτυχημένη συγγραφέας, όμως οι γύρω της δεν την ενθάρρυναν, εκτός από τις φίλες της που ήταν πάντα δίπλα σε αυτήν. Όμως όλη αυτήν την κακία την μετέτρεψε σε δύναμη.

Και αν με ρωτάτε τώρα … Τα όνειρα της Κιμ Τζοτζό εκπληρώθηκαν. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια, έχει γίνει  μια από τις καλύτερες συγγραφείς της εποχής. Τώρα πλέον δεν είναι δεκαοκτώ χρόνων αλλά τριάντα τριών ετών. Σε αυτά τα χρόνια η Κιμ Τζοτζο κατόρθωσε μέσα από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε να κρατήσει στη ζωή της τις δύο φίλες που την στήριξαν σε όλες τις κακές και καλές στιγμές. Η θεία της τώρα ζει σε μια γειτονιά της Σεούλ μαζί με την κόρη της, χωρίς χρέη και γι’ αυτό ευθύνεται η Κιμ Τζοτζό.

Αυτή η ιστορία μας διδάσκει πως, όσες δυσκολίες και αν έχεις στη ζωή σου, πρέπει να παλέψεις, για να τις αντιμετωπίσεις, γιατί πάντα στο τέλος ο κόπος σου θα ανταμειφθεί.

Β. Τ.

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις