ΖΩΝΤΑΣ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ



Πέντε μέρες στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς 


Αγαπημένη μου Ελένη, 

 Άργησα να σου γράψω, γιατί έλειπα. Είχα πάει για πρώτη φορά στο μακρινό χωριό του παππού και της γιαγιάς μου, όπου πέρασα πέντε ολόκληρες μέρες κοντά τους. Ήταν πέντε καταπληκτικές μέρες. 

Την πρώτη μέρα έφτασα γύρω στο μεσημέρι ύστερα από τα καλωσορίσματα και το υπέροχο γεύμα που είχε ετοιμάσει για χάρη μου η γιαγιά. Ο παππούς με ξενάγησε στο υποστατικό του. Γύρω από μια μεγάλη αυλή, που ήταν σκεπασμένη με μια κληματαριά, γεμάτη άσπρα και μαύρα σταφύλια, ήταν διάφορα κτίσματα: το κελάρι, όπου ο παππούς αποθήκευε τη σοδειά του, το μαγειρείο, όπου τα παλιότερα χρόνια μαγείρευαν σε μια φουφού, και οι σταύλοι, όπου σήμερα οι μόνοι κάτοικοι είναι ένα άλογο, μια κατσίκα και δύο σκυλιά. Στο βάθος της αυλής ο παππούς μου έδειξε τον φούρνο, στον οποίο κάποτε έψηναν μόνοι τους το ψωμί, και το πηγάδι, από όπου τα παλιά χρόνια έβγαζαν με τον κουβά νερό, για να ποτίσουν τα λαχανικά, τα λουλούδια και τα ζώα, για να πλύνουν τα ρούχα, για να κάνουν μπάνιο. Ο παππούς μου εξηγούσε το καθετί και μιλούσε με νοσταλγία για τα χρόνια της νιότης του. 

Τη δεύτερη μέρα, η γιαγιά με ξενάγησε στους εσωτερικούς χώρους του μεγάλου σπιτιού. Καθώς μου παρουσίαζε τα έπιπλα και τα αντικείμενα που διακοσμούσαν τα δωμάτια, μου διηγούταν παλιές ιστορίες από τα χρόνια που αυτό το σπίτι έσφυζε από ζωή και μου έδειχνε τις φωτογραφίες που υπήρχαν σε κάθε γωνιά. Όλη η ζωή της οικογένειας του παππού και της γιαγιάς πέρασε σε λίγη ώρα μπροστά από τα μάτια μου. Ύστερα, η γιαγιά μου έδειξε με καμάρι τα εργόχειρα της, αυτά που είχε κάνει, όταν ήταν κοπέλα και αυτά που κάνει τώρα για μας, τα εγγόνια της. Στη συνέχεια, με οδήγησε στην κουζίνα, για να ετοιμάσουμε το μεσημεριανό. Με άφησε μάλιστα να ζυμώσω μόνη μου το ζυμάρι της πίτας και είδα από κοντά πώς κάνει εκείνα τα καταπληκτικά κουλουράκια τα οποία φέρνει κάθε φορά που έρχεται να μας δει. Το βράδυ πέσαμε νωρίς για ύπνο, γιατί θα ξυπνούσαμε πολύ πρωί, για να πάμε με τον παππού για ψάρεμα. 

Την τρίτη μέρα πέρασα καταπληκτικά! Από τα χαράματα ως το μεσημέρι ήμασταν με τον παππού πάνω στη βάρκα του και ψαρεύαμε. Βέβαια, ο παππούς είναι πολύ ικανός ψαράς και μέσα σε δυο ώρες είδε καταφέρει να γεμίσει ένα πανέρι ψάρια. . Τελικά, δε θα το πιστέψεις, κατάφερα και έπιασα τρία μικρά λυθρίνια και ένα μεγάλο σαυρίδι και αργά το μεσημέρι, μόλις φτάσαμε στο σπίτι, παραδώσαμε τον θησαυρό μας στη γιαγιά και σε λίγη ώρα απολαμβάναμε τα πιο νόστιμα ψάρια που έφαγα ποτέ. 

Την επόμενη μέρα ο παππούς με πήγε στην εξοχή, για να μου δείξει τα χωράφια του. Με ξενάγησε σε όλο τον κάμπο και μου έδειξε με καμάρι το περιβόλι με τον ελαιώνα, με τις γέρικες ελιές και στο τέλος καταλήξαμε σ’ έναν τεράστιο λαχανόκηπό. Εκεί, ενώ εκείνος πότιζε τα φυτά του, εγώ μάζευα τα ώριμα λαχανικά: κατακόκκινες ντομάτες, αγγουράκια, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, πιπεριές. Στον γυρισμό σταματήσαμε σε μια βρύση, κάτω από ένα μεγάλο πλατάνι. Εκεί ο παππούς μου μίλησε για τη ζωή του στο χωριό, για την αγάπη που νιώθει για όσα υπάρχουν γύρω του: για τα φυτά, τα ζώα, τους καρπούς, τα λουλούδια, τη γη. 

Ξημέρωσε η τελευταία μέρα της παραμονής μου στο χωριό. Αυτή τη μέρα θα γνώριζα τους κοντινούς και τους μακρινούς μου συγγενείς. Δε θυμάμαι να σου πω πόσα ξαδέρφια, πόσους θείους και πόσες θείες γνώρισα. Είχα ακούσει βέβαια για αυτούς από τους γονείς μου, όμως τώρα που τους είδα από κοντά, διαπίστωσα πόσο ζεστοί και φιλόξενοι άνθρωποι είναι. Τους αποχαιρέτησα όλους και τους υποσχέθηκα ότι σύντομα θα τους επισκεφτώ ξανά. 

Από όσα σου γράφω πιστεύω να κατάλαβες ότι κοντά στον παππού μια στην γιαγιά πέρασα πέντε υπέροχες μέρες.

Δική σου,

Τ. Β. 




Για να στεριώσει το σπιτικό

Για να στεριώσει το σπιτικό, χρειάζεται πολλή δουλειά και κόπος. Θέλει αφεντικά με πείρα και ατέλειωτη γνώση, ώστε να υπολογίσουν με ακρίβεια την απαιτούμενη ποσότητα τσιμέντου για τα θεμέλια, τούβλων για τα δωμάτια και ξυλείας για τη στέγη. Μα όταν ολοκληρωθεί το έργο και απαλλαγεί από τη βαβούρα των μηχανημάτων, το σπιτικό θα λάμψει από την οικογένεια που θα το κατοικήσει. Κάθε μέρα θα γεμίζει από φίλους και συγγενείς, καθώς θα εκπέμπει μόνο την αίσθηση της προστασίας. Έτσι, θα κερδίσει το ενδιαφέρον των περαστικών και θα ανταμειφτούν οι κόποι όλων.

Β.Λ.





ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ        

    

            Πριν 20 χρόνια σε ένα μικρό νησάκι της Ελλάδας, τη Χάλκη, μετακόμισε μία γυναίκα με την μικρή της κόρη. Ερχόταν από την Αθήνα, όπου βίωναν καθημερινά δυσκολίες. Η μητέρα δεν μπορούσε να βρει δουλειά, την απέρριπταν, επειδή ήταν γυναίκα. Έτσι, αποφάσισαν να έρθουν στη Χάλκη να μείνουνε στο σπίτι της θείας της που είχε πεθάνει και το άφησε σε αυτήν.

Στην αρχή, τα πράγματα ήταν δύσκολα για αυτές, όμως τα κατάφεραν και ζούσαν όμορφα και ήσυχα. Είχανε φτιάξει τη ζωή τους εδώ, είχαν τους φίλους τους, τη δουλειά, το σχολείο. Ένα βράδυ, το σπίτι τους πήρε φωτιά, τα πάντα καταστράφηκαν. Ευτυχώς βγήκανε ζωντανές από εκεί μέσα. Η μητέρα πήρε το κοριτσάκι της και έφυγαν από το νησί, εξαφανίστηκαν. Κανείς μας δεν γνωρίζει τι απέγιναν, δεν τις ξαναείδαμε από τότε.

Είκοσι χρόνια μετά, η Ελεονόρα γράφει:

          Τις τελευταίες μέρες, σκέφτομαι πολύ το νησί, το σπίτι… πώς να είναι άραγε τα πράγματα εκεί; πώς θα ήταν, αν δε με έπαιρνε η μαμά από το χέρι να φύγουμε εκείνη τη νύχτα; Θυμάμαι ακόμη τις φωνές της εκείνο το βράδυ που πήρε φωτιά το σπίτι μας, το μόνο μέρος όπου ένιωθα ασφάλεια. Ωραία η Αυστραλία, αλλά θα έκανα τα πάντα, για να μείνω πάλι στο σπίτι στη Χάλκη. Νιώθω πολύ άσχημα, που αφήσαμε το σπίτι μας να καίγεται κι εμείς φύγαμε… ίσως να μπορούσαμε να το σώσουμε, όμως η μαμά δε θέλει να ακούει για τη ζωή μας τότε.

         Το αποφάσισα, θα γυρίσω στο νησί, θα ξαναφτιάξω το σπίτι και ίσως μείνω εκεί. Πρέπει να πάω, αλλιώς οι τύψεις θα με κατακλύσουν. Αποκλείεται όμως να με αφήσει η μητέρα, η μόνη λύση είναι να πάω μόνη μου, χωρίς να της το πω. Θα ξαναφτιάξω το σπίτι, ο κόσμος να χαλάσει! Αλλιώς, να μην με λένε Ελεονόρα .

         Η Χάλκη είναι ίδια, όπως τη θυμόμουν. Μέχρι και η κυρία Δέσποινα στον φούρνο έμεινε ίδια, χάρηκε πολύ, όταν με είδε. Αναρωτιόταν όλα αυτά τα χρόνια τι κάναμε. Ευτυχώς με φιλοξενεί αυτή, μέχρι να φτιάξω το σπίτι και να μπορέσω να μείνω εκεί. Πήγα σήμερα, βρίσκεται σε χάλια κατάσταση, έσπασε η καρδιά μου, όταν το είδα καμένο … τα ντουβάρια, οι καρέκλες, τα τραπέζια και ό,τι άλλο έχει απομείνει δηλαδή, μου έφεραν στο μυαλό αναμνήσεις χαρές, γέλια, κλάματα, όλα τα συναισθήματα που ένιωσα σαν παιδί ήταν εκεί μέσα. Αύριο οι μάστορες ξεκινάνε και σε λίγο καιρό θα ζω και πάλι στο σπίτι μου.

        Πέρασε ένας μήνας που ζώ στο σπίτι στο νησί και είμαι πραγματικά ευτυχισμένη μετά από πολλά χρόνια. Η μαμά φυσικά το έμαθε και θύμωσε, στην αρχή, όμως ξέρω πως και αυτή χαίρεται με την απόφασή μου να επιστρέψω. Τώρα, ξέρω πως μπορώ να καταφέρω ό,τι βάλω στο μυαλό μου!  Άλλαξα τη ζωή μου μέσα σε λίγες μέρες. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ακούς την καρδιά σου.

Μ. Α.  




Θα τα καταφέρεις

«Θα τα καταφέρεις», είπε ο μπαμπάς στην κόρη του, για να την ενθαρρύνει να πάει στην επόμενη πέτρα, όταν παίζανε μαζί στο ποτάμι. Η μικρή τα κατάφερε και, αφού τέλειωσαν το παιχνίδι τους πήγαν στο σπίτι τους, στο οποίο έμεναν οι δυο τους, καθώς η γυναίκα του είχε πεθάνει από καρκίνο.

Ο χρόνος περνούσε, τα πράγματα γίνονταν ολοένα δυσκολότερα, ενώ η μικρή και τα χρέη που χρωστούσαν μεγάλωναν. Ο ίδιος έπρεπε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του, για να τα βγάλουν πέρα. Η βασική του δουλειά ήταν σε μια καφετέρια, λίγο πιο κάτω από το σπίτι τους, ενώ παράλληλα έπαιζε μουσική στον δρόμο, για να μπορέσει να βγάλει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα. Η κόρη του έγινε είκοσι χρονών, γνώρισε ένα αγόρι και έφυγε, ο πατέρας συνέχισε να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μόνος του, χωρίς να έχει κίνητρο πλέον, συνέχισε να ζει μια ζωή στην οποία μόνο συμβιβαζόταν. Άργησε πολύ να προσαρμοστεί στη νέα του ζωή, καθώς ήταν αρκετά δεμένος με την κόρη του και ήταν το μόνο άτομο το οποίο του είχε μείνει. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο έπεσε σε κατάθλιψη, δεν περίμενε να τον αφήσει η ίδια του η κόρη σε μια τόσο δύσκολη φάση της ζωής του.

Δε μπορούσε πλέον να διαχειριστεί τα ίδια του τα συναισθήματα και η μόνη διέξοδος που βρήκε ήταν τα ναρκωτικά. Παράτησε και τις δυο δουλειές του, τότε ήταν που ξεκίνησαν οι πραγματικές δυσκολίες. Ο εθισμός αυξανόταν σταδιακά, όμως δεν ήταν σε θέση να το καταλάβει, γιατί μόνο έτσι μπορούσε να «ξεχάσει» όλα αυτά που γίνονταν γύρω του. Έμεινε για δεύτερη φορά μόνος του, μια από την γυναίκα του και τώρα από την κόρη του.

Πέρασαν περίπου τρεις μήνες και από το σπίτι που νοίκιαζε τον έδιωξαν, γιατί δεν πλήρωνε πλέον το νοίκι. Έμεινε μόνος στη μέση του δρόμου, μες το κρύο, ενώ τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Το μόνο που του είχε μείνει ήταν μια βαλίτσα και η κιθάρα του. Έβλεπε αγαπημένα ζευγάρια να περνάν με τα παιδιά τους γεμάτοι σακούλες, ενώ όλα γύρω του ήταν στολισμένα. Η στιγμή της υπερβολικής δόσης δεν άργησε να έρθει, για καλή του τύχη, την ώρα που έπαθε κρίση, τον πέτυχε ένας περαστικός και κάλεσε το ΕΚΑΒ. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, και κάλεσαν το μόνο συγγενικό του πρόσωπο, την κόρη του. Όταν ήρθε και τον είδε σε αυτή την κατάσταση, άρχισε να ρίχνει ευθύνες στον εαυτό της λέγοντας πως αυτή τον οδήγησε σε αυτή τη κατάσταση. Όταν τον πλησίασε το πρώτο πράγμα που του είπε ήταν «Θα τα καταφέρεις, μπαμπά!», ενώ έκλαιγε.

Ι. Λ.




Τα δεσμά της αγάπης

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια πενταμελής οικογένεια που ζούσε σε ένα μικρό, ζεστό σπίτι σε μια ήσυχη γειτονιά. Οι γονείς, ο Γιάννης και η Μάρθα, ήταν και οι δύο σκληρά εργαζόμενοι επαγγελματίες που πάντα ονειρεύονταν να κάνουν μια μεγάλη οικογένεια. Ήταν ευλογημένοι με τρία παιδιά: έναν γιο, τον Κώστα, και δύο κόρες, τη Χρύσα και την Ευαγγελία.

Τα μέλη της οικογένειας ήταν δεμένα μεταξύ τους και αγαπούσαν να μοιράζονται τον χρόνο τους. Συχνά έκαναν μεγάλα οικογενειακά δείπνα τα Σαββατοκύριακα και πήγαιναν διακοπές μαζί κάθε καλοκαίρι. Τα παιδιά ήταν όλα πολύ κοντά στην ηλικία, οπότε πάντα έπαιζαν και έκαναν αταξίες.

Ο Γιάννης ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας και δούλευε πολλές ώρες για να συντηρεί την οικογένειά του. Παρόλα αυτά, έβρισκε πάντα χρόνο για τα παιδιά του και συχνά επέστρεφε στο σπίτι νωρίς τις Παρασκευές, για να περάσει το βράδυ μαζί τους. Η Μάρθα ήταν μια μαμά που έμενε στο σπίτι και αφιέρωσε τη ζωή της στο να μεγαλώνει τα παιδιά της και να κρατάει το σπίτι σε τάξη. Ήταν πάντα εκεί, για να τα βοηθήσει με τα μαθήματα στο σπίτι και να ακούσει τις ιστορίες που είχαν να της διηγηθούν για την κάθε μέρα.

Ο Κώστας, ο μεγαλύτερος, ήταν ένα εργατικό και υπεύθυνο αγόρι. Ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει στο σπίτι και ήταν σπουδαίος μεγάλος αδελφός για τις αδελφές του. Η Χρύσα ήταν το μεσαίο παιδί και ήταν γνωστή για τα καλλιτεχνικά της ταλέντα. Της άρεσε να ζωγραφίζει και να σχεδιάζει και συχνά δημιουργούσε όμορφα έργα τέχνης που έδινε στην οικογένειά της ως δώρα. Η Ευαγγελία, η μικρότερη, ήταν ένα ζωηρό και εξωστρεφές παιδί που λάτρευε να κάνει τους ανθρώπους να γελούν. Ήταν πάντα η ψυχή της παρέας και πάντα η πρώτη που έκανε νέους φίλους.

Η οικογένεια ήταν ευτυχισμένη και ικανοποιημένη, αλλά η ζωή τους επρόκειτο να αλλάξει με δραματικό τρόπο. Μια μέρα, η Μάρθα ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος στο τέταρτο παιδί τους. Η είδηση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό και χαρά από όλη την οικογένεια. Ανυπομονούσαν να καλωσορίσουν ένα νέο μέλος στην οικογένειά τους.

Καθώς περνούσαν οι μήνες, η οικογένεια προετοιμαζόταν για την άφιξη του νέου μωρού. Έβαψαν το παιδικό δωμάτιο, διάλεξαν ονόματα και αγόρασαν όλο τον απαραίτητο βρεφικό εξοπλισμό. Τελικά, έφτασε η μέρα και η Μάρθα γέννησε ένα πανέμορφο κοριτσάκι, το οποίο ονόμασαν Εύα .

Με τον ερχομό της Εύας, η δυναμική της οικογένειας άλλαξε. Τα μεγαλύτερα παιδιά έπρεπε να προσαρμοστούν στην ύπαρξη ενός νέου αδελφού και να μάθουν να μοιράζονται την προσοχή των γονιών τους. Γρήγορα όμως ερωτεύτηκαν τη νέα τους αδελφή και ανέλαβαν το ρόλο των προστατευτικών μεγαλύτερων αδελφών.

Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η οικογένεια μεγάλωνε και άλλαζε, αλλά η αγάπη του ενός για τον άλλον δεν κλονίστηκε ποτέ. Αντιμετώπισαν προκλήσεις και δυσκολίες, αλλά πάντα έμεναν ενωμένοι και στήριζε ο ένας τον άλλον. Ήταν μια πραγματική απόδειξη της δύναμης των δεσμών που τους κρατούσαν ενωμένους.

Χρόνια αργότερα, τα παιδιά μεγάλωσαν και απέκτησαν τις δικές τους οικογένειες. Συχνά αναπολούν τα παιδικά τους χρόνια με αγάπη. Θυμούνται τις οικογενειακές διακοπές, τα μεγάλα οικογενειακά δείπνα και το γέλιο που γέμιζε το σπίτι τους. Θα είναι ευγνώμονες για τους γονείς που τους αγάπησαν και τους ανέθρεψαν και για τα αδέλφια που ήταν και θα παραμείνουν οι καλύτεροι φίλοι τους. Και θα ξέρουν, βαθιά μέσα στην καρδιά τους, ότι όπου κι αν τους οδηγήσει η ζωή, θα έχουν πάντα μια οικογένεια που θα τους αγαπάει και θα τους στηρίζει.

Ι. Σ. 



Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα

Συχνά ταξιδεύουμε με το αυτοκίνητό μας, αλλά σε μέρη κοντινά. Ποτέ δεν είχαμε κάνει τόσο μεγάλο ταξίδι σαν αυτό που κάναμε τη δεύτερη μέρα του Πάσχα.

Πήγαμε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα... Το ταξίδι κράτησε περισσότερο από έξι ώρες. Ξεκινήσαμε πολύ πρωί, οι δρόμοι μέσα στην πόλη μας ήταν άδειοι. Πού και πού κυκλοφορούσε κανένα αυτοκίνητο.

Πολύ σύντομα αφήσαμε πίσω μας τη Θεσσαλονίκη και μπήκαμε σε ένα φαρδύ δρόμο με πολλές λωρίδες. Ήταν η Εθνική Οδός. Το αυτοκίνητό μας έτρεχε γρήγορα και από το παράθυρο έβλεπα τις λεύκες στην άκρη του δρόμου να τρέχουν προς τα πίσω.

Περάσαμε πάνω από μια πολύ μεγάλη γέφυρα. Το ποτάμι κάτω από τη γέφυρα ήταν αρκετά πλατύ και φαινόταν πολύ βαθύ. Ήταν ο Αξιός, όπως είπε η μητέρα μου.

Όσο προχωρούσαμε, τόσο τα αυτοκίνητα στο δρόμο πύκνωναν. Άλλα πήγαιναν κι άλλα έρχονταν. Όλα έτρεχαν με μεγάλη ταχύτητα. Μόνο κάτι νταλίκες με δύο καρότσες πήγαιναν αργά στην άκρη του δρόμου. Σε όλη τη διαδρομή δεν περάσαμε μέσα από καμία πόλη. Τις βλέπαμε από μακριά. «Αυτή είναι η Λάρισα, αυτή η Λαμία, αυτή η Θήβα», έλεγε κάθε τόσο ο πατέρας μου.

Το αυτοκίνητο έτρεχε, έτρεχε... αλλά Αθήνα δε βλέπαμε πουθενά. Κάποτε τα αυτοκίνητα γύρω μας έγιναν τόσα πολλά, που έπιαναν όλες τις λωρίδες του μεγάλου δρόμου. Δεξιά κι αριστερά υψώνονταν πολυκατοικίες και άλλα μεγάλα κτίρια. Κάθε τόσο σταματούσαμε στα φανάρια. Είδαμε και έναν τροχονόμο. Είχαμε φτάσει πια στην Αθήνα.

Θ. Τ. 


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις